Το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, από συνοδοιπόρος του παραγωγικού κεφαλαίου και αργότερα συμμέτοχος στα κέρδη, αυτονομήθηκε – αντλώντας πλέον τα κέρδη του από την υπερφορολόγηση των πολιτών, με τη βοήθεια των κυβερνήσεων.
Οι εχθροί του πλανήτη είναι οι πλεονασματικές οικονομίες – συγκεκριμένα εκείνες οι βιομηχανικές χώρες, οι οποίες στηρίζουν τα υπερβολικά πλεονάσματα τους αφενός μεν στην εκμετάλλευση, στην καταπίεση καλύτερα των Πολιτών τους, αφετέρου στα τεχνητά υποτιμημένα νομίσματα τους.
Επομένως η Γερμανία, η οποία είναι επί πλέον ο μεγάλος εχθρός της Ευρώπης, διασφαλίζοντας την υποτίμηση του νομίσματος της εις βάρος των χωρών του Νότου, η Κίνα, η χώρα στην οποία εδρεύει ο απολυταρχικός καπιταλισμός και η Ιαπωνία – η οποία, μεταξύ άλλων, συνεχίζει να στηρίζει την ανάπτυξη της στις εξαγωγές, όπως ακριβώς η Γερμανία και η Κίνα, εμποδίζοντας με κάθε τρόπο τις εισαγωγές από άλλες χώρες.
Εάν οι τρεις αυτές χώρες είχαν την εντιμότητα να εισάγουν όσα ακριβώς εξάγουν, τότε δεν θα υπήρχαν τα μεγάλα ελλείμματα στα ισοζύγια εξωτερικών συναλλαγών, τα οποία «εκβάλλουν» στους αρνητικούς προϋπολογισμούς και από εκεί στα δημόσια χρέη. Επομένως, δεν θα υπήρχαν οι απίστευτες κρίσεις που βιώνουμε σήμερα – ενώ θα μπορούσε να υπάρξει μία πραγματικά ενωμένη Ευρώπη, καθώς επίσης ένας σχετικά ειρηνικός πλανήτης.
Οι παράγοντες αυτοί (οι πλεονασματικές χώρες συγκεκριμένα, σε συνδυασμό με το αυτονομημένο τους κερδοσκοπικό-χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο) ανατροφοδοτούν τις επαναλαμβανόμενες κρίσεις που βιώνουμε – οι οποίες ουσιαστικά «παράγουν» τα δημόσια ελλείμματα και αυξάνουν τα χρέη.
Κυρίως όμως «εκτρέφουν» τα συναλλαγματικά, χρηματιστηριακά και λοιπά «μέτωπα» του πρώτου παγκόσμιου οικονομικού πολέμου, ενώ ενισχύουν τόσο το Καρτέλ, όσο και το διεθνές, μανιοκαταθλιπτικό χρηματοπιστωτικό σύστημα – τα οποία έχουν πλέον καταλάβει δικτατορικά τη σκιώδη εξουσία, με τη βοήθεια της «διατεταγμένης» Πολιτικής, έχοντας απώτερο στόχο τη μονοπώληση των πάντων.
Ειδικότερα, μετά την κρίση των ενυπόθηκων δανείων χαμηλής εξασφάλισης (subrimes), οι τράπεζες συμβούλευσαν «ύπουλα» τα κράτη να διασώσουν τις τράπεζες - τον ίδιο τους τον εαυτό δηλαδή, με τη βοήθεια των φορολογουμένων Πολιτών τους. Στη συνέχεια, αντιλαμβανόμενες ότι το κόστος διάσωσης αύξησε τα δημόσια χρέη δυσανάλογα, απαίτησαν υψηλότερο «τίμημα» δανεισμού: μεγαλύτερα επιτόκια.
Περαιτέρω, διαπιστώνοντας ότι τα μεγαλύτερα επιτόκια αύξαναν τα ελλείμματα των χωρών ενώ, σε συνδυασμό με τις μάλλον ανόητες πολιτικές λιτότητας, δημιουργούσαν «ασφυκτικές» υφέσεις στα κράτη, μεγεθύνοντας τα δημόσια χρέη τους τόσο σε απόλυτα, όσο και σε σχετικά μεγέθη (χρέος/ΑΕΠ), έπαψαν να τα δανείζουν – να «εξυπηρετούν» δηλαδή τα ομόλογα τους, πολλά από τα οποία σήμερα ουσιαστικά αγοράζονται από τις κεντρικές (ο μεγαλύτερος δανειστής του αμερικανικού δημοσίου είναι η Fed).
Παράλληλα, γνωρίζοντας ότι αρκετές άλλες μεγάλες τράπεζες θα αντιμετώπιζαν προβλήματα επιβίωσης για πολλούς διαφορετικούς λόγους (πτώση της αξίας των κρατικών ομολόγων, επισφάλειες στην πραγματική οικονομία λόγω ύφεσης κλπ.), έπαψαν επίσης να αλληλοδανείζονται – προκαλώντας «συνθήκες εκτάκτου ανάγκης» στη διατραπεζική αγορά και ειδικά στη Fed (στην ΕΚΤ επίσης, όπου σήμερα μία ευρωπαϊκή τράπεζα δανείσθηκε έκτακτα 500 εκ. δολάρια - προσοχή, δολάρια και όχι ευρώ!), από την οποία απορρόφησαν μεγάλα ποσά σε δολάρια, προς όφελος τους (ο μεγαλύτερος φόβος των Η.Π.Α. σήμερα είναι οι ευρωπαϊκές τράπεζες, οι οποίες δανείζονται από τη Fed, μέσω των υποκαταστημάτων τους στις Η.Π.Α. – ιδίως οι γερμανικές και οι γαλλικές).
Ο συνδυασμός λοιπόν όλων των παραπάνω, ενδυναμωμένος από τις εσφαλμένες πολιτικές του περιπλανώμενου Ευρωθιάσου, από την ευρύτερη κρίση της πολιτικής (άρθρο μας), από τα τεράστια αμερικανικά ελλείμματα και χρέη, καθώς επίσης από την προοπτική μίας επόμενης, κρατικής διάσωσης δήθεν «συστημικών» τραπεζών (αμερικανικών, ευρωπαϊκών και άλλων), δημιούργησε τις σημερινές, πολύ πιο εκρηκτικές συνθήκες διεθνώς - από τις οποίες πολύ δύσκολα θα ξεφύγουμε.
Η ΕΛΛΑΔΑ
Όσον αφορά ειδικά την Ελλάδα θέλουμε να τονίσουμε ξανά ότι, η δραχμή δεν είναι ο κρυφός φόβος μας (αν και ενδεχομένως ο εφιάλτης της Γερμανίας), όσο και αν θέλουν να μας εκβιάσουν, υποθέτοντας ότι αυτό είναι το πρόβλημα μας. Η δραχμή δεν οδήγησε τη χώρα μας στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, ενώ λειτουργούσε σε κάποιο βαθμό θετικά στα προβλήματα της ανταγωνιστικότητας και του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών μας.
Εκτός αυτού, τυχόν επαναφορά της δραχμής στη σωστή χρονική στιγμή (πριν από ένα χρόνο), με την ταυτόχρονη μετατροπή των ελληνικών ομολόγων στο ίδιο νόμισμα, θα μπορούσε να μειώσει έως και 50% το δημόσιο χρέος μας - καθιστώντας το απόλυτα βιώσιμο (άρθρο μας). Εάν δε στη συνέχεια, σε δεύτερο στάδιο δηλαδή μετά τον εύλογο πληθωρισμό και την υποτίμηση, συνδεόταν μία «νέα δραχμή» με το χρυσό, τότε θα μπορούσαν ίσως να δημιουργηθούν καινούργια δεδομένα, σε έναν διαφορετικό χώρο ανάπτυξης της Ελλάδας (Βαλκάνια, Εγγύς Ανατολή, Β. Αφρική κλπ.).
Ειδικότερα ένα νόμισμα, όποιο και αν είναι αυτό, αντιπροσωπεύει ουσιαστικά εμπράγματες αξίες – και η Ελλάδα έχει ήδη πάρα πολλές, όσο και αν αξιολογείται σκόπιμα σαν να μην είχε. Απλούστατα δεν τις εκμεταλλεύεται σωστά, αφού δυστυχώς «άγεται και φέρεται» τις τελευταίες δεκαετίες από «ανεπαρκείς» κυβερνήσεις, οι οποίες αδυνατούν να διαχειριστούν έντιμα και ορθολογικά τον τεράστιο φυσικό και ανθρώπινο πλούτο της.
Ο μεγάλος φόβος μας λοιπόν δεν είναι η δραχμή, αλλά η κακοδιαχείριση, η πιθανότητα «ενδοτικής» παροχής εμπράγματων εγγυήσεων για το δημόσιο χρέος μας, η συνεχιζόμενη σπατάλη του δημοσίου, η διαφθορά, η ατιμωρησία των πολιτικών, η έλλειψη επιχειρηματικού πλαισίου, τα δίδυμα ελλείμματα, τα τεχνητά διογκωμένα δημόσια χρέη από το ΔΝΤ, η εκ μέρους της κυβέρνησης δουλική αντιμετώπιση των «εισβολέων», η απώλεια της εθνικής μας ανεξαρτησίας, κάποια διατεταγμένα ΜΜΕ, ο επιχειρούμενος αφελληνισμός, η λεηλασία της χώρας μας μέσω της παγίδας των ιδιωτικοποιήσεων, καθώς επίσης η «ερήμην» υποταγή της σε οικονομικούς κατακτητές.
Ολοκληρώνοντας, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η Ελλάδα είναι ένα μικρό καράβι – το οποίο είναι δυνατόν να αλλάξει εύκολα πορεία και να αποφύγει την κακοκαιρία, αρκεί ο καπετάνιος του να είναι ικανός. Αντίθετα πολλές άλλες χώρες, όπως οι Η.Π.Α., η Γαλλία, η Μ. Βρετανία, η Ιαπωνία, η Γερμανία κλπ. δεν έχουν αυτήν την «πολυτέλεια» – οπότε ουσιαστικά είναι σε πολύ δυσκολότερη «διαχειριστική» και διαπραγματευτική θέση, από ότι η χώρα μας.
-
- Το Γνωρίζατε;
-
- Οι περισσότεροι άνθρωποι περπατούν κατά τη διάρκεια της ζωής τους 185.000 χλμ. Τεσσερισήμισι φορές, δηλαδή, τον γύρο του κόσμου.
ΟΙ ΠΛΗΓΕΣ ΤΟΥ ΠΛΑΝΗΤΗ
Συντονιστής: Agrafos