Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια χώρα που μαστίζονταν από μεγάλα ελλείμματα, υψηλό πληθωρισμό και πολλά χρόνια οικονομικής στασιμότητας. Κάποια στιγμή που τα οικονομικά της προβλήματα πέρασαν ξανά στο κόκκινο, η ηγεσία της χώρας υιοθέτησε μια ριζοσπαστική προσέγγιση προκειμένου να πετύχει σταθερότητα των τιμών.
Αποφάσισε λοιπόν την εισαγωγή ενός νέου νομίσματος το οποίο συνέδεσε με το αμερικανικό δολάριο με συναλλαγματική ισοτιμία 1 προς 1. Εισήγαγε κι έναν νέο νόμο σύμφωνα με τον οποίο αυτή η οιονεί νομισματική ένωση θα κρατούσε για πάντα. Επιπλέον άνοιξε την οικονομία της, ιδιωτικοποίησε τις δημόσιες επιχειρήσεις και συμμετείχε σε μια σημαντική περιφερειακή πρωτοβουλία ελεύθερου εμπορίου.
Αρχικά ο νέος διακανονισμός δούλεψε πολύ καλά. Η ανάπτυξη επέστρεψε και η εμπιστοσύνη των διεθνών επενδυτών απογειώθηκε με αποτέλεσμα να εισρεύσουν στη χώρα τεράστιες κεφαλαιακές ροές άμεσων ξένων επενδύσεων, που κατευθύνθηκαν ιδίως προς τον τραπεζικό τομέα.
Αλλά μετά από 10 χρόνια αυτή η ιστορία επιτυχίας γύρισε ανάποδα. Ο κυρίαρχος εμπορικός εταίρος της περιοχής υποτίμησε το νόμισμά του ενώ το αμερικανικό δολάριο κατέγραψε σημαντική ανατίμηση. Η χώρα αντιμετώπισε επομένως οξύ πρόβλημα με τις εξαγωγές της, απέκτησε μεγάλα εμπορικά ελλείμματα και η ανάπτυξη επιβραδύνθηκε.
Συν τοις άλλοις, η δημοσιονομική πολιτική είχε ξεφύγει οδηγώντας σε αύξηση του δημοσίου χρέους. Οι διεθνείς επενδυτές αρχικά ήταν πρόθυμοι να χρηματοδοτήσουν την κυβέρνηση αλλά τα πρίμιουμ κινδύνου που ζητούσαν άρχισαν να αυξάνονται όταν τα ελλείμματα έγιναν χρόνια κατάσταση.
Οι δυσκολίες επιδεινώθηκαν όταν εξαιτίας μιας κρίσης που οφείλονταν σε χρεοστάσια άλλων αναπτυσσόμενων οικονομιών αυξήθηκε η αποφυγή του ρίσκου στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές. Όταν το πρίμιουμ ρίσκου απειλούσε να γίνει αβάσταχτο, η διεθνής κοινότητα ανταποκρίθηκε παρέχοντας μεγάλα πακέτα δανεισμού, τα οποία χρηματοδοτήθηκαν από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και ορισμένα άλλα φιλικά κράτη.
Το πρώτο πακέτο διάσωσης προέβλεπε την αποκατάσταση της ανάπτυξης, τη μείωση του δημοσίου ελλείμματος και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Τίποτα αυτά όμως δεν επιτεύχθηκε. Και η οικονομία πήγαινε από το κακό στο χειρότερο εξαιτίας του αντίκτυπου των μέτρων δημοσιονομικής σύσφιξης που δεν στάθηκε δυνατό να αντισταθμιστεί από αύξηση των εξαγωγών επειδή δεν μειώθηκαν οι μισθοί προκειμένου να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα. Ένα χρόνο μετά, το πρίμιουμ κινδύνου που κατέβαλε η χώρα είχε φτάσει στα δυσθεώρητα ύψη, έτσι δρομολογήθηκε ένα δεύτερο πακέτο διάσωσης και στη συνέχεια ακολούθησε μια μεγάλη ‘εθελοντική’ αναδιάρθρωση χρέους.
Αλλά τίποτα από αυτά δεν κατάφερε να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των διεθνών επενδυτών που δεν πίστευαν ότι η κυβέρνηση μπορούσε να εξυπηρετήσει το χρέος της, ιδίως ενόψει των αυξανόμενων κοινωνικών αντιστάσεων και της παραμονής της οικονομίας υπό διαρκή ύφεση. Τα χειρότερα άρχισαν όμως όταν οι πολίτες έχασαν την εμπιστοσύνη τους στην κυβέρνηση και άρχισαν να αποσύρουν τις καταθέσεις τους από τις τράπεζες.
Καθώς η εκροή των καταθέσεων επιταχύνονταν, η οικονομία άρχισε να καταρρέει και οι κοινωνικές εντάσεις οδήγησαν σε έκρηξη. Ακολούθησε η πτώση της κυβέρνησης και ένας από τους βραχύβιους διαδόχους της ανακοίνωσε στάση πληρωμών προς τους ξένους ομολογιούχους και τον τερματισμό της σύνδεσης του νομίσματος της με το δολάριο.
Η χώρα αυτή ήταν η Αργεντινή και από την εισαγωγή ενός σκληρού νομίσματος συνδεδεμένου με το δολάριο που έγινε το 1991 χρειάστηκαν 10 χρόνια έως το καταστροφικό χρεοστάσιο που έγινε στην καμπή του 2001 προς 2002.
Η ελληνική εμπειρία – τουλάχιστον μέχρις στιγμής – μοιάζει να επαναλαμβάνει το δράμα της Αργεντινής. Και η Ελλάδα είχε τη δική της ιστορία δημοσιονομικών προβλημάτων και πληθωρισμού που υποτίθεται ότι θα θεραπεύονταν με την προσχώρηση στην οικονομική και νομισματική ένωση της Ευρώπης το 2001 (συμπτωματικά τη στιγμή που η Αργεντινή ετοιμαζόταν για το χρεοστάσιο). Η πρώτη 10ετία συμμετοχής της χώρας στην ΟΝΕ χαρακτηρίστηκε κι αυτή από ισχυρή οικονομική ανάπτυξη, η οποία τροφοδοτήθηκε πρωτίστως από τις εισροές άφθονων και φθηνών κεφαλαίων. Αλλά κατά τη διάρκεια αυτής της 10ετίας εμφανίστηκε ένα ισχυρό πρόβλημα: η Ελλάδα έχανε ανταγωνιστικότητα έναντι της Γερμανίας ακριβώς όπως η Αργεντινή είχε χάσει ανταγωνιστικότητα έναντι της Βραζιλίας.
Όπως η Αργεντινή επλήγη από την κατάρρευση της κρίσης χρέους των αναδυόμενων αγορών στα τέλη της δεκαετίας του 1990, έτσι και η Ελλάδα σήμερα πλήττεται από την αύξηση της αποφυγής του κινδύνου εξαιτίας της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008. Και όπως η Αργεντινή πριν 10 χρόνια έτσι κι η Ελλάδα σήμερα δεν μοιάζει φερέγγυα στα μάτια των διεθνών επενδυτών, όταν λαμβάνουν υπόψη τους την υφεσιακή κατάσταση της οικονομίας της και τα υψηλά πρίμιουμ κινδύνου.
Οι επιφυλάξεις των πιστωτών είναι μάλιστα δικαιολογημένες αφού οι συνήθεις δείκτες για τη βιωσιμότητα του χρέους είναι πολύ χειρότεροι για την Ελλάδα απ’ ό,τι ήταν για την Αργεντινή. Το ελληνικό δημόσιο έλλειμμα και το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών είναι τρεις φορές μεγαλύτερα από ό,τι ήταν της Αργεντινής και το επίπεδο του χρέους είναι ήδη υπερδιπλάσιο από της Αργεντινής πριν τη στάση πληρωμών.
Το πρώτο μεγάλο πακέτο διάσωσης για την Ελλάδα είχε επίσης την τύχη που είχε το πακέτο της Αργεντινής. Ένα χρόνο μετά το πρίμιουμ κινδύνου που κατέβαλε η χώρα για τα ομόλογά της ήταν ακόμα υψηλότερο και δρομολογήθηκε ένα δεύτερο πακέτο ενώ παράλληλα άρχισε να ζητείται από τους ιδιώτες πιστωτές να μετακυλίσουν τους τίτλους τους σε εθελοντική βάση.
Η Ελλάδα, εξάλλου, λαμβάνει πολύ μεγαλύτερη ξένη οικονομική βοήθεια από την Αργεντινή. Με τα δύο πακέτα διάσωσης, η Ελλάδα πρόκειται να λάβει επίσημες πιστώσεις ύψους 230 δις ευρώ – κονδύλια που ξεπερνούν το 100% του ΑΕΠ της.
Πάνω σε όλα αυτά, η Ελλάδα έχει επίσης λάβει 90 δις ευρώ από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με επιτόκιο 1,25%. Αυτή η τεράστια χρηματοδότηση έχει σώσει μέχρι στιγμής τον τραπεζικό τομέα της Ελλάδας από την κατάρρευση και αποτελεί το βασικό πλεονέκτημα της προσχώρησης σε μια πραγματική νομισματική ένωση σε αντίθεση με την οιονεί νομισματική ένωση της Αργεντινής με το αμερικανικό δολάριο. Αλλά τι θα συμβεί αν, όπως στην περίπτωση της Αργεντινής, συνεχιστεί η διαρροή των καταθέσεων ή και επιταχυνθεί;
Αν οι Έλληνες καταθέτες αποσύρουν το μισό των καταθέσεων που έχουν απομείνει στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα η ΕΚΤ θα πρέπει να δανείσει άλλα 100 δις ευρώ στις ελληνικές τράπεζες προκειμένου να τις κρατήσει στη ζωή. Πράγματι η Ελλάδα μπορεί εν τέλει να χρειαστεί περισσότερα από 400 δις ευρώ επίσημης χρηματοδοτικής στήριξης – σχεδόν το 200% του σημερινού ΑΕΠ της. Αν η Ελλάδα ακολουθήσει εν τέλει το σενάριο της Αργεντινής και υποχρεωθεί να εγκαταλείψει την Ευρωζώνη μετά από ένα καταστροφικό χρεοστάσιο, το ονομαστικό ΑΕΠ της θα μειωθεί στο ήμισυ. Στην περίπτωση αυτή το χρέος της ελληνικής κυβέρνησης προς τους εταίρους της στην Ευρωζώνη θα φτάσει το 400% του ΑΕΠ – και ελάχιστο μέρος από το ποσό αυτό μπορεί να πληρωθεί. Η Αργεντινή κήρυξε χρεοκοπία στο χρέος της προς τον ιδιωτικό τομέα αλλά τουλάχιστον αποπλήρωσε όλο το χρέος προς τους επίσημους πιστωτές.
Είναι γνωστή η περίφημη φράση του Καρλ Μαρξ που έγραψε ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται σαν φάρσα. Στην περίπτωση της Ελλάδας η ιστορία μπορεί να αποδειχτεί ότι επαναλαμβάνεται σαν μια πολύ μεγαλύτερη εκδοχή της τραγωδίας της Αργεντινής.
-
- Το Γνωρίζατε;
-
- Ο αμερικανός πρόεδρος Τρούμαν είχε στείλει επιστολή εκφοβισμού σ' έναν κριτικό, ο οποίος δεν εκτιμούσε τις τραγουδιστικές ικανότητες της κυρίας Τρούμαν, απειλώντας τον πως... θα του έσπαγε την μύτη.
Ένα παραμύθι για 1+1 χρεοκοπίες
Συντονιστής: Agrafos