• Το Γνωρίζατε;
  • Η πρώτη ομιλούσα κούκλα παρουσιάστηκε από τον Γιόχαν Μέιλζελ το 1820, ενώ βελτιώθηκε το 1887 από τον Τόμας Έντισον, ο οποίος εφάρμοσε στο παιχνίδι τον φωνογράφο του.

Η Ευρωζώνη μετά τον Στρος Καν

Συντονιστής: Agrafos

Άβαταρ μέλους
Admin
Διαχειριστής
Διαχειριστής
Δημοσιεύσεις: 554
Εγγραφή: Σάβ 27 Ιουν 2009, 15:47
Γένος:
Ελλάδα

Η Ευρωζώνη μετά τον Στρος Καν

Δημοσίευση από Admin »

Η θέα του Ντομινίκ Στρος Καν, διευθυντή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και υποψηφίου για τη γαλλική προεδρία με χειροπέδες, ήταν ανατριχιαστική. Αν οι κατηγορίες αληθεύουν, αυτός ο εξαιρετικά ικανός άνθρωπος είναι φρενοβλαβής. Αλλά ακόμα κι αν το κατηγορητήριο καταρρεύσει, οι εικόνες αυτές θα ρίχνουν για πολύ καιρό τη βαριά τους σκιά πάνω του.

Ο κ. Στρος Καν αποδείχτηκε ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση την κατάλληλη στιγμή. Αποδείχτηκε τολμηρός στη λήψη αποφάσεων, αποτελεσματικός σαν πολιτικός και ικανός σαν οικονομολόγος. Ο συνδυασμός των τριών αυτών ιδιοτήτων είναι εξαιρετικά σπάνιος. Κανείς από τους υπό συζήτηση υποψηφίους δεν πρόκειται να κάνει τη δουλειά τόσο καλά όσο την έκανε αυτός κατά τη διάρκεια της ισχυρότερης χρηματοπιστωτικής παγκόσμιας κρίσης που στη συνέχεια μετατράπηκε στη χειρότερη χρηματοπιστωτική κρίση στην ιστορία της Ευρωζώνης.
Βέβαια αναμένονταν η αποχώρηση του Στρος Καν από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προκειμένου να θέσει υποψηφιότητα για τη γαλλική προεδρία. Αλλά αν κέρδιζε τις γαλλικές εκλογές θα μπορούσε να ενισχύσει τις δυνατότητες της Ευρωζώνης να διαχειριστεί την παρούσα εσωτερική κρίση της. Γιατί είχε ικανότητες που ο σημερινός Γάλλος πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί δεν έχει. Πάνω από όλα είχε ξεχωριστό διανοητικό βάρος και αξιοπιστία έναντι των πολιτικών της Γερμανίας, που αποτελεί την πρώτη δύναμη της Ευρώπης.
Ο Ντομινίκ Στρος Καν ήταν μεταξύ των ελάχιστων κορυφαίων Ευρωπαίων πολιτικών προς τους οποίους απέδιδε προσοχή η γερμανική ηγεσία, και ιδίως η καγκελάριος Αγγέλα Μέρκελ. Σε κρίσιμες στιγμές κατάφερε να ενώσει τους Ευρωπαίους. Πράγματι, κατάφερε να άρει ακόμη και τις διαιρέσεις εντός της γερμανικής κυβέρνησης. Είναι αδύνατον να σκεφτούμε ποιος μπορεί να τον αντικαταστήσει. Σε μια συγκυρία όπου η Ευρώπη είναι τόσο διχασμένη και οι αποφάσεις που έχει μπροστά της είναι τόσο πολύπλοκες και δύσκολες, η απουσία του Στρος Καν θα γίνει οδυνηρά αισθητή.
Αναπόφευκτα ξεκίνησαν ήδη οι συζητήσεις σχετικά με το ποιος μπορεί να τον αντικαταστήσει στην ηγεσία του ΔΝΤ. Είναι εύκολο να σκεφτούμε ικανούς τεχνοκράτες από όλο τον κόσμο. Μπορούμε επίσης να βρούμε προσωπικότητες με πολιτική αποτελεσματικότητα. Κανείς όμως δεν συνδυάζει τις δύο αυτές διαστάσεις τόσο καλά όσο το έκανε εκείνος. Υπάρχει επίσης το θέμα της εθνικότητας. Είναι πολύ πιθανό ότι οι Ευρωπαίοι θα επιμείνουν για έναν ακόμη Ευρωπαίο υποψήφιο, και κατά πάσα πιθανότητα για τη σημερινή Γαλλίδα Υπουργό Οικονομικών Κριστίν Λαγκάρντ. Οι αναδυόμενες χώρες όμως θα προωθήσουν τους δικούς τους υποψηφίους. Αλλά με δεδομένο τον κεντρικό ρόλο που διαδραματίζει σήμερα το ΔΝΤ στις υποθέσεις της Ευρωζώνης και το γεγονός ότι αποτελεί βασική πηγή χρηματοδότησης των πιεζόμενων οικονομιών της ευρωπαϊκής περιφέρειας, ακόμα και λόγω των αναγκών εμπειρογνωμοσύνης, είναι δύσκολο να σκεφτούμε ότι οι Ευρωπαίοι θα υποχωρήσουν. Και είναι πολύ πιθανό ότι οι Αμερικανοί που έχουν και την πλειοψηφία θα στηρίξουν τους Ευρωπαίους σε αυτό. Σίγουρα κανείς εκτός Ευρώπης δεν μπορεί να παίξει το ρόλο που έπαιζε ο κ. Στρος Καν στην Ευρωζώνη.
Η πτώση του Στρος Καν ήρθε σε κρίσιμη στιγμή. Το ελληνικό πρόγραμμα δεν εξελίχθηκε κατά τους αρχικούς σχεδιασμούς του. Αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσει: ποτέ δεν ήταν πιθανό να εξελιχθεί κατά τους αρχικούς σχεδιασμούς. Πολύ πιθανό το ίδιο να δούμε και στην περίπτωση του πορτογαλικού προγράμματος ύψους 78 δις ευρώ. Αλλά ούτε και η Ιρλανδία τα πάει καλά. Ακόμα και η Ισπανία δεν είναι σίγουρο ότι θα καταφέρει να διαχειριστεί τις προσαρμογές που έχει μπροστά της. Συν τοις άλλοις, όπως υποδεικνύει η νέα έκθεση του ΔΝΤ για την Ευρώπη, το υπερμοχλευμένο τραπεζικό σύστημα της Ευρωζώνης παραμένει ευάλωτο.
Οι βασικές οικονομικές τάσεις της κρίσης είναι σαφείς. Στα χρόνια της ανάπτυξης πολλές χώρες κατάφεραν να πάρουν μεγαλύτερα δάνεια και σε ευνοϊκότερους όρους από ό,τι παλαιότερα. Έτσι κατέληξαν με μεγάλα εμπορικά ελλείμματα. Τα ελλείμματα αυτά αποτέλεσαν το κύριο μοχλό των κρίσεων, όχι τα δημόσια ελλείμματα όπως υποστηρίζει η συμβατική γερμανική θέση. Στο εσωτερικό επίπεδο, αυτά τα εξωτερικά ελλείμματα μπορεί να μεταφράζονται είτε σε μεγάλα δημόσια ελλείμματα – όπως ήταν στην περίπτωση της Ελλάδας – είτε σε μεγάλα ελλείμματα του χρηματοπιστωτικού τομέα – όπως έγινε στην Ιρλανδία και την Ισπανία – είτε σε συνδυασμό και των δύο – όπως έγινε στην Πορτογαλία. Σήμερα γνωρίζουμε ότι η διάκριση ανάμεσα στα ιδιωτικά ελλείμματα και χρέη και τα δημόσια ελλείμματα και χρέη είναι πολύ λιγότερο απόλυτη από ό,τι τη θεωρεί η συμβατική θέση: εύκολα το ιδιωτικό χρέος μετατρέπεται σε δημόσιο χρέος και το ιδιωτικό έλλειμμα σε δημόσιο έλλειμμα. Σε μια κρίση τα μεγάλα εξωτερικά ελλείμματα μπορούν να καταλήξουν σε ένα ξαφνικό στοπ στη ροή της εξωτερικής χρηματοδότησης και να οδηγήσουν στην ανάγκη για επίσημη χρηματοδοτική στήριξη προκειμένου να χρηματοδοτηθούν τα ελλείμματα του δημόσιου τομέα και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και να καλυφθεί η απομάκρυνση των ιδιωτικών κεφαλαίων.
Μια χώρα με υπερχρεωμένο ιδιωτικό τομέα που επιδιώκει να περιορίσει ένα μεγάλο διαρθρωτικό δημόσιο έλλειμμα θα πρέπει να πετύχει μια αντισταθμιστική βελτίωση στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της. Είναι θέμα απλής λογικής. Ας δούμε την Πορτογαλία. Σύμφωνα με ΔΝΤ, έχει εξωτερικό έλλειμμα 10% του ΑΕΠ, δημόσιο έλλειμμα 7% του ΑΕΠ και επομένως, αυτό ενέχει ένα έλλειμμα του ιδιωτικού τομέα στο 3% του ΑΕΠ. Για να βελτιωθεί το δημόσιο έλλειμμα δίχως να πιέσει τον ιδιωτικό τομέα σε μεγαλύτερο έλλειμμα πρέπει να βελτιωθεί δραστικά το ισοζύγιο εξωτερικών πληρωμών. Αλλά για να γίνει κάτι τέτοιο απαιτείται μια καθόλα σημαντική αύξηση της ανταγωνιστικότητάς της. Οι προκλήσεις ανταγωνιστικότητας που αντιμετωπίζουν οι χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας είναι πολύ μεγαλύτερες από εκείνες που αντιμετώπισε η Γερμανία στα τέλη της δεκαετίας του 1990.
Πέρα των ζητημάτων της οικονομικής προσαρμογής, κάποιος πρέπει επίσης να αναλάβει τις ζημιές των παρελθόντων προβληματικών δανείων. Η Ευρωζώνη αποφάσισε την κοινωνικοποίηση των ζημιών των πιστωτών του ιδιωτικού τομέα και την μεταφορά του τελικού βάρους στους φορολογούμενους των ελλειμματικών χωρών. Οι άνθρωποι αυτοί πρώτα θα δοκιμαστούν από μια σκληρή ύφεση και στη συνέχεια από πολλά χρόνια δημοσιονομικής λιτότητας. Η δικαιολογία για όλα αυτά βρίσκεται στη θέση – που είναι ιδιαίτερα ισχυρή στους κόλπους της ΕΚΤ – ότι η Ευρωζώνη δεν μπορεί να αντέξει κανένα χρεοστάσιο είτε αφορά τον δανεισμό των τραπεζών είτε των κρατών. Και εδώ βλέπουμε ότι η διάκριση ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό χρέος καταρρέει.
Όμως το πρόβλημα με τη στρατηγική της επιβολής του βάρους στους φορολογούμενους των χωρών της περιφέρειας είναι ότι δεν πρόκειται να αποδώσει. Και καθώς όλο και μεγαλύτερο μέρος των χρηματοδοτικών αναγκών της περιφέρειας θα αναλαμβάνεται από επίσημες πηγές τόσο πιο πιθανό είναι ότι όλα αυτά θα καταλήξουν να έχουν εκρηκτικό πολιτικό κόστος όταν τα χρέη θα πρέπει τελικά να διαγραφούν. Θα απαιτηθεί φυσικά και κάποια συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα – ή τουλάχιστον η επέκταση της διάρκειας αποπληρωμής των ομολόγων. Κι εδώ θα πρέπει να υπάρξουν διαγραφές δανείων για τις τράπεζες που θα έχουν χρεοκοπήσει και να ακολουθήσει η αποκατάσταση της κεφαλαιακής βάσης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.
Είναι πάρα πολύ δύσκολο κανείς να επιλύσει κανείς την παρούσα κρίση. Πώς θα χρηματοδοτηθούν οι αναγκαίες προσαρμογές; Ποιος θα αναλάβει τις ζημιές; Πώς θα ελαχιστοποιηθεί ο πανικός; Οι προκλήσεις είναι τεράστιες. Η σημερινή στρατηγική απαιτεί όλο και μεγαλύτερους πόρους από επίσημους πιστωτές για όλο και μεγαλύτερες περιόδους. Θα υπάρξουν; Κάποιος πρέπει να σκεφτεί τα πράγματα με νέο μυαλό. Από τη στιγμή που ο Στρος Καν μας έλειψε, αναρωτιέται κανείς ποιος θα μπορέσει να ασκήσει την απαιτούμενη ηγεσία.

Επιστροφή στο “Κοινωνία”