ΝTo γράφημα δραχμής-δολάριου δείχνει το παρελθόν και το .. μέλλον της ελληνικής κρίσης;
Δημοσιεύτηκε: Τετ 12 Οκτ 2011, 12:14
Από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι και σήμερα οι ΗΠΑ είναι ταυτόχρονα η μεγαλύτερη οικονομική, στρατιωτική και νομισματική δύναμη στον κόσμο, με το νόμισμα τους, το δολάριο, να είναι το νούμερο ένα αποθεματικό νόμισμα, αυτό στο οποίο αποτιμώνται όλα τα βασικά εμπορεύματα διεθνώς και αυτό στο οποίο γίνονται όλες οι συναλλαγές στα διεθνή χρηματιστήρια εμπορευμάτων.
Πετρέλαιο, αγροτικά εμπορεύματα, πολύτιμα και βιομηχανικά μέταλλα αποτιμώνται σε δολάριο και προϋποθέτουν τη χρήση του προκειμένου να διεξαχθεί το διεθνές εμπόριο.
Η παγκόσμια κυριαρχία του δολαρίου έκανε την δεύτερη, σήμερα, μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, την Κίνα, να συνδέσει το νόμισμα της σε αυτό, ακολουθώντας μία πολιτική η οποία βρίσκεται στην καρδιά ενός νομισματικού πολέμου μεταξύ των δύο χωρών ο οποίος μαίνεται με αυξανόμενη ένταση εδώ και χρόνια. Αυτό, γιατί με μέγεθος εντυπωσιακό και ρυθμούς ανάπτυξης θεαματικούς, η οικονομία της Κίνας αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους ανταγωνιστές των ΗΠΑ και η νομισματική σύνδεση της με αυτές της επιτρέπει να 'κλειδώσει' την ισοτιμία του νομίσματος της με το δολάριο, απαγορεύοντας στις ΗΠΑ να εκμεταλλευτούν τα νομισματικά τους όπλα για να γίνουν πιο ανταγωνιστικές απέναντι της.
Όταν οι ΗΠΑ προωθούν την χρηματιστηριακή υποτίμηση του δολαρίου, μειώνοντας την αξία του έναντι του ευρώ, της στερλίνας, του γεν και των υπολοίπων – μη συνδεδεμένων στο δολάριο – νομισμάτων, είναι σα να κάνουν εκπτώσεις στα αμερικανικά προϊόντα και ανατιμήσεις στα διεθνή, με αποτέλεσμα να αυξάνουν την ανταγωνιστικότητα της αμερικανικής οικονομίας και να μειώνουν αυτήν του υπόλοιπου κόσμου.
Από το 1985 μέχρι σήμερα, ο δείκτης δολαρίου, δηλαδή αυτός που μετρά την αξία του δολαρίου έναντι των βασικότερων ανταγωνιστικών του νομισμάτων, έχει υποτιμηθεί κατά 52%, γεγονός που επιβεβαιώνει την πολιτική συνεχούς εξασθένισης του δολαρίου με στόχο την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της αμερικανικής οικονομίας την οποία ακολουθούν οι ΗΠΑ και για την οποία έχουν κατηγορηθεί επανειλημμένα από όλα, σχεδόν, τα μεγάλα κράτη του κόσμου και ιδιαίτερα από τη Γερμανία.
Από το 2001, το δολάριο έχει υποστεί χρηματιστηριακή υποτίμηση της τάξης του 35%-41% (35% με σημερινές τιμές – 41% στο χαμηλό του το 2008), χάνοντας περισσότερο από το 1/3 της αξίας του έναντι των βασικότερων νομισμάτων του κόσμου και κάνοντας, τεχνητά, τις ΗΠΑ πιο ανταγωνιστικές, σε μία εξαιρετικά δυσμενή δεκαετία όπου η οικονομική επιβίωση των κρατών έχει γίνει πιο δύσκολη και επίπονη απ' ότι σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή στα τελευταία 65 χρόνια.
Καθώς, ωστόσο, η Κίνα έχει συνδέσει το νόμισμα της στο δολάριο, απολαμβάνει και αυτή την ίδια, σχεδόν, υποτίμηση στο δικό της νόμισμα και τις ίδιες ΄εκπτώσεις' στα δικά της προϊόντα, τα οποία, όμως, είναι ήδη πάρα πολύ φθηνά. Το αποτέλεσμα αυτού του εκτροχιασμένου νομισματικού συστήματος είναι οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου, οι ΗΠΑ και η Κίνα, να κάνουν ταυτόχρονα σταθερές και πολυετείς εκπτώσεις στα προϊόντα τους, προκαλώντας στον υπόλοιπο κόσμο ανατιμήσεις και κάνοντας τις υπόλοιπες χώρες σταθερά λιγότερο ανταγωνιστικές.
Προκειμένου να αντισταθμίσουν τις συνέπειες αυτής της πολιτικής τα υπόλοιπα κράτη, συχνά παρεμβαίνουν στα νομίσματα τους με στόχο να προκαλέσουν πτώση των τιμών τους. Αυτό, πέρα από μία σειρά μέτρων που μπορούν να λάβουν (δασμούς, φορολόγηση των επενδυτικών κεφαλαίων από το εξωτερικό, φόρους κλπ) μπορούν να το πετύχουν με δύο τρόπους: είτε μέσω της πώλησης του νομίσματος τους από την Κεντρική Τράπεζα της χώρας τους και της αγοράς δολαρίου – χρηματιστηριακή υποτίμηση (η πώληση του νομίσματος τους προκαλεί αυξημένη προσφορά του με στόχο να ρίξει την τιμή του, η αγορά δολαρίου προκαλεί αυξημένη ζήτηση του με στόχο την ανατίμηση του) είτε με άμεση υποτίμηση της αξίας του κρατικού νομίσματος από την Κεντρική Τράπεζα στο ποσοστό που αυτή αποφασίζει, ώστε εν μία νυκτί η χώρα να γίνει φθηνότερη και πιο ανταγωνιστική.
Το πιο πρόσφατο παράδειγμα χρηματιστηριακής υποτίμησης είναι αυτό της Ελβετίας, η Κεντρική Τράπεζα της οποίας παρεμβαίνει από τον Αύγουστο του 2011 πουλώντας ελβετικό φράγκο σε μεγάλες ποσότητες για να ανατρέψει την άνοδο του η οποία απειλεί την οικονομία της χώρας.
Η χώρα που ίσως έχει τα περισσότερα να χάσει από τη νομισματική πολιτική που ακολουθούν οι ΗΠΑ, είναι η Γερμανία. Ίσως δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό αλλά ήταν η Γερμανία η πρώτη που εγκατέλειψε το προϋπάρχον του σημερινού διεθνές νομισματικό σύστημα το 1970 προκαλώντας την κατάρρευση του και αναγκάζοντας τις ΗΠΑ να εγκαταλείψουν τη σύνδεση του δολαρίου με το χρυσό και να εμπνευστούν το σύστημα των 'ελεύθερα' κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών που ισχύει μέχρι σήμερα.
Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Γερμανίας (τα προσέγγισε με το δικό του μοναδικό τρόπο ο Νομπελίστας Οικονομολόγος F.Hayek το 1944 στο 'Ο δρόμος προς τη δουλεία') την κάνουν μία μεγάλη απειλή όχι μόνο για τις ΗΠΑ αλλά και για τη σύμμαχο της Βρετανία. Ιδιαίτερα μάλιστα στην μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο εποχή της 'ειρήνης' εξαιτίας του φόβου ενός πυρηνικού ολέθρου, η βαρύτητα και η σημασία της οικονομικής δύναμης ενός κράτους έχουν υπερκεράσει σε μεγάλο βαθμό αυτήν της στρατιωτικής του δύναμης και αυτό έχει επιτρέψει στην ηττημένη και κατεστραμμένη από τον Πόλεμο Γερμανία να κάνει τη μεγάλη επιστροφή και να βρεθεί μέσα σε μερικές δεκαετίες στην κορυφή του κόσμου μαζί με τους νικητές Αμερικανούς, Βρετανούς, Γάλλους και Ρώσους, κάτι το οποίο, ίσως δεν έχει προηγούμενο στην ανθρώπινη ιστορία.
Ο δρόμος της επιστροφής για τη Γερμανία, πέρασε και συνδέθηκε με τη νομισματική της σταθερότητα και δύναμη. Μέχρι το 1970 η Γερμανία είχε ήδη γίνει η κυρίαρχος νομισματική δύναμη της Ευρώπης. Προκειμένου να εξηγήσει το νέο οικονομικοπολιτικό status quo ο Γάλλος καθηγητής Dominique Moïsi είχε πει την εξής φράση: “υποτιμήστε (σε σημασία) την πυρηνική βόμβα της Γαλλίας και ανατιμήστε το μάρκο της Γερμανίας”.
Η Γερμανία είχε μάθει και εκπαιδευθεί μετά την ήττα της στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο να επιβιώνει οικονομικά ούσα σε μειονεκτική θέση στο διεθνές νομισματικό σκηνικό έναντι του δολαρίου και αποδεχόμενη τον κυρίαρχο ρόλο του αμερικανικού νομίσματος γιατί απλούστατα δε μπορούσε να κάνει αλλιώς, ιδιαίτερα στις πρώτες δεκαετίες. Ακόμη και μετά την κατάρρευση του προϋπάρχοντος του σημερινού νομισματικού συστήματος, η Γερμανία βρήκε μπροστά της την 'εχθρική' νομισματική πολιτική των ΗΠΑ στο νέο νομισματικό σύστημα.
Από το 1970 μέχρι το 1996 το γερμανικό μάρκο ανατιμήθηκε έναντι του δολαρίου κατά 166%, κάνοντας τα γερμανικά προϊόντα σταθερά ακριβότερα από τα αντίστοιχα αμερικανικά, παρέχοντας ενέσεις ανταγωνιστικότητας στην αμερικανική οικονομία. Το 1996 η ισοτιμία του μάρκου έναντι του δολαρίου είχε ανέλθει στο 0,72 ενώ το 2000, η ισοτιμία του νέου νομίσματος της ΕΕ, του ευρώ, έναντι του δολαρίου βρισκόταν στο 0,85. Αυτή η ελάχιστη διαφορά αποτύπωνε τη δύναμη και τη δυναμική του γερμανικού μάρκου το οποίο, αν δεν είχε εγκαταλειφθεί, θα κινδύνευε να απογειωθεί έναντι του δολαρίου και να προκαλέσει τελικά ασφυξία στη γερμανική οικονομία.
Το ευρώ ήταν το νέο μάρκο για τη Γερμανία, ένα μάρκο, όμως, που αποτύπωνε τώρα στην τιμή του και χώρες με υψηλά χρέη ή και ελλείμματα και με πολύ λιγότερο ανταγωνιστικές οικονομίες από αυτήν της Γερμανίας, όπως της Πορτογαλίας, της Ισπανίας, της Ιταλίας, του Βελγίου, της Ελλάδας κλπ. Οι χώρες αυτές, σε αντίθεση με τη Γερμανία, είχαν μάθει να επιβιώνουν στο αμερικανοκεντρικό διεθνές νομισματικό σύστημα διατηρώντας φθηνά τα νομίσματα τους ώστε να τονώνουν τη μειωμένη ανταγωνιστικότητα τους.
Για δικούς της λόγους η κάθε χώρα, είχε ασθενέστερη και λιγότερο ανταγωνιστική οικονομία από αυτήν της Γερμανίας και όσο αδυνατούσε να την ενισχύσει και να την οχυρώσει απέναντι στο διεθνή ανταγωνισμό και τους νομισματικούς σεισμούς, είχε την επιλογή να συμψηφίζει τη διαφορά μέσω των νομισματικών της εργαλείων και της νομισματικής της πολιτικής.
Ειδικά στην στην περίπτωση της Ελλάδας, στην εικοσαετία από το 1981 μέχρι το 2001 η δραχμή υποτιμήθηκε έναντι του δολαρίου κατά 88% (στοιχεία από την Κεντρική Τράπεζα του St. Louis ΗΠΑ). Η θεαματική αυτή υποτίμηση της δραχμής έναντι του δολαρίου επέτρεψε στη χώρα να συμψηφίσει, σε ένα βαθμό, τις απώλειες από την αποτυχία της να γίνει ανταγωνιστική με το 'γερμανικό τρόπο'. Σε όλο αυτό το διάστημα η Ελλάδα έμαθε να επιβιώνει έχοντας ένα νόμισμα που γινόταν σταθερά φθηνότερο, κάνοντας τις υπηρεσίες και τα προϊόντα της φθηνά και έτσι περισσότερο ανθεκτικά στο διεθνή ανταγωνισμό.
Αυτό, όμως, άλλαξε από το 2001 και μετά καθώς η σύνδεση της δραχμής στο ευρώ σε σταθερή ισοτιμία, η εγκατάλειψη της, η υιοθέτηση του ευρώ και η 'ελεύθερη' διακύμανση του ευρώ, πλέον, στο διεθνές νομισματικό σύστημα έβαλε τέλος στη δυνατότητα της χώρας να ελέγχει τη νομισματική της πολιτική και ως εκ τούτου να μπορεί να συνεχίσει την πρακτική που ακολούθησε όλα τα προηγούμενα χρόνια.
Η νέα αυτή νομισματική κατάσταση , με την εγκατάλειψη του εθνικού νομίσματος και την υιοθέτηση του ευρώ, είχε εντυπωσιακές συνέπειες τόσο για την Ελλάδα όσο και για τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης, με κάποιες από αυτές να βρίσκονται σε πολύ πλεονεκτική και άλλες σε πολύ μειονεκτική θέση.
Έτσι, ενώ από την εγκατάλειψη του μάρκου και την υιοθέτηση του ευρώ η Γερμανία είδε το νέο νόμισμα της να αυξάνεται μόνο κατά 17,8% έναντι του δολαρίου (στοιχεία μέχρι 08/10/11), από την εγκατάλειψη της δραχμής και την υιοθέτηση του ευρώ η Ελλάδα είδε το νέο της νόμισμα να ανατιμάται έναντι του δολαρίου κατά 56,8%, κάτι το οποίο ήταν ένα πρωτοφανές πρόβλημα για την ελληνική οικονομία.
Ακόμη χειρότερα, ωστόσο, υπολογίζοντας την ισοτιμία της δραχμής έναντι του δολαρίου από το 2001 μέχρι το 2008, δηλαδή τη χρονιά της διεθνούς οικονομικής κρίσης (την πρώτη χρονιά που σύμφωνα με τα αναθεωρημένα στοιχεία η Ελλάδα πέρασε σε ύφεση), διαπιστώνουμε πως η κρυφή ανατίμηση του ελληνικού νομίσματος στο διάστημα αυτό ήταν της τάξης του 81%.
Μεταφράζοντας το πρόβλημα σε δραχμές και δολάρια, ενώ το 2001 αγόραζε κανείς ένα δολάριο με 398 δραχμές, το 2008, αν η Ελλάδα επέστρεφε στη δραχμή, θα μπορούσε κανείς να αγοράσει ένα δολάριο μόλις με 69 δραχμές. Μία νομισματική ανατίμηση αυτού του μεγέθους σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα θα μπορούσε να εκτροχιάσει χώρες όπως η Ελβετία και η Ιαπωνία, πόσο μάλλον αδύναμες και μη ανταγωνιστικές χώρες όπως η Ελλάδα (η Πορτογαλία και η Ισπανία). Το πρόβλημα πήρε εκρηκτικές διαστάσεις, μάλιστα, καθώς στο δολάριο είναι συνδεδεμένο και το κινεζικό νόμισμα, γεγονός που σημαίνει πως η Ελλάδα, στο ίδιο διάστημα, έγινε, πέρα από τις ΗΠΑ, ακριβότερη και από την Κίνα, σχεδόν, στον ίδιο αυτόν εντυπωσιακό βαθμό.
Στη δεκαετία του 2000 το νέο ελληνικό νόμισμα, το ευρώ, είχε τη μεγαλύτερη απόδοση στον κόσμο και έγινε το ακριβότερο νόμισμα διεθνώς. Έτσι, η Ελλάδα, που τις προηγούμενες δύο δεκαετίες είχε επιβιώσει οικονομικά αφήνοντας το νόμισμα της να γίνει φθηνότερο κατά 88% έναντι του δολαρίου, έπρεπε τώρα να μάθει να ζει με το ακριβότερο νόμισμα του κόσμου, του οποίου η αξία, μάλιστα αυξανόταν συνεχώς εξαιτίας της απόδοσης της γερμανικής οικονομίας.
Και όσο αυτό δε συνέβαινε (όπως ήταν αναμενόμενο), η χώρα έπρεπε να βρίσκει τρόπους συμψηφίζει τις απώλειες από την εγκατάλειψη της φθηνής δραχμής.
Πετρέλαιο, αγροτικά εμπορεύματα, πολύτιμα και βιομηχανικά μέταλλα αποτιμώνται σε δολάριο και προϋποθέτουν τη χρήση του προκειμένου να διεξαχθεί το διεθνές εμπόριο.
Η παγκόσμια κυριαρχία του δολαρίου έκανε την δεύτερη, σήμερα, μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, την Κίνα, να συνδέσει το νόμισμα της σε αυτό, ακολουθώντας μία πολιτική η οποία βρίσκεται στην καρδιά ενός νομισματικού πολέμου μεταξύ των δύο χωρών ο οποίος μαίνεται με αυξανόμενη ένταση εδώ και χρόνια. Αυτό, γιατί με μέγεθος εντυπωσιακό και ρυθμούς ανάπτυξης θεαματικούς, η οικονομία της Κίνας αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους ανταγωνιστές των ΗΠΑ και η νομισματική σύνδεση της με αυτές της επιτρέπει να 'κλειδώσει' την ισοτιμία του νομίσματος της με το δολάριο, απαγορεύοντας στις ΗΠΑ να εκμεταλλευτούν τα νομισματικά τους όπλα για να γίνουν πιο ανταγωνιστικές απέναντι της.
Όταν οι ΗΠΑ προωθούν την χρηματιστηριακή υποτίμηση του δολαρίου, μειώνοντας την αξία του έναντι του ευρώ, της στερλίνας, του γεν και των υπολοίπων – μη συνδεδεμένων στο δολάριο – νομισμάτων, είναι σα να κάνουν εκπτώσεις στα αμερικανικά προϊόντα και ανατιμήσεις στα διεθνή, με αποτέλεσμα να αυξάνουν την ανταγωνιστικότητα της αμερικανικής οικονομίας και να μειώνουν αυτήν του υπόλοιπου κόσμου.
Από το 1985 μέχρι σήμερα, ο δείκτης δολαρίου, δηλαδή αυτός που μετρά την αξία του δολαρίου έναντι των βασικότερων ανταγωνιστικών του νομισμάτων, έχει υποτιμηθεί κατά 52%, γεγονός που επιβεβαιώνει την πολιτική συνεχούς εξασθένισης του δολαρίου με στόχο την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της αμερικανικής οικονομίας την οποία ακολουθούν οι ΗΠΑ και για την οποία έχουν κατηγορηθεί επανειλημμένα από όλα, σχεδόν, τα μεγάλα κράτη του κόσμου και ιδιαίτερα από τη Γερμανία.
Από το 2001, το δολάριο έχει υποστεί χρηματιστηριακή υποτίμηση της τάξης του 35%-41% (35% με σημερινές τιμές – 41% στο χαμηλό του το 2008), χάνοντας περισσότερο από το 1/3 της αξίας του έναντι των βασικότερων νομισμάτων του κόσμου και κάνοντας, τεχνητά, τις ΗΠΑ πιο ανταγωνιστικές, σε μία εξαιρετικά δυσμενή δεκαετία όπου η οικονομική επιβίωση των κρατών έχει γίνει πιο δύσκολη και επίπονη απ' ότι σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή στα τελευταία 65 χρόνια.
Καθώς, ωστόσο, η Κίνα έχει συνδέσει το νόμισμα της στο δολάριο, απολαμβάνει και αυτή την ίδια, σχεδόν, υποτίμηση στο δικό της νόμισμα και τις ίδιες ΄εκπτώσεις' στα δικά της προϊόντα, τα οποία, όμως, είναι ήδη πάρα πολύ φθηνά. Το αποτέλεσμα αυτού του εκτροχιασμένου νομισματικού συστήματος είναι οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου, οι ΗΠΑ και η Κίνα, να κάνουν ταυτόχρονα σταθερές και πολυετείς εκπτώσεις στα προϊόντα τους, προκαλώντας στον υπόλοιπο κόσμο ανατιμήσεις και κάνοντας τις υπόλοιπες χώρες σταθερά λιγότερο ανταγωνιστικές.
Προκειμένου να αντισταθμίσουν τις συνέπειες αυτής της πολιτικής τα υπόλοιπα κράτη, συχνά παρεμβαίνουν στα νομίσματα τους με στόχο να προκαλέσουν πτώση των τιμών τους. Αυτό, πέρα από μία σειρά μέτρων που μπορούν να λάβουν (δασμούς, φορολόγηση των επενδυτικών κεφαλαίων από το εξωτερικό, φόρους κλπ) μπορούν να το πετύχουν με δύο τρόπους: είτε μέσω της πώλησης του νομίσματος τους από την Κεντρική Τράπεζα της χώρας τους και της αγοράς δολαρίου – χρηματιστηριακή υποτίμηση (η πώληση του νομίσματος τους προκαλεί αυξημένη προσφορά του με στόχο να ρίξει την τιμή του, η αγορά δολαρίου προκαλεί αυξημένη ζήτηση του με στόχο την ανατίμηση του) είτε με άμεση υποτίμηση της αξίας του κρατικού νομίσματος από την Κεντρική Τράπεζα στο ποσοστό που αυτή αποφασίζει, ώστε εν μία νυκτί η χώρα να γίνει φθηνότερη και πιο ανταγωνιστική.
Το πιο πρόσφατο παράδειγμα χρηματιστηριακής υποτίμησης είναι αυτό της Ελβετίας, η Κεντρική Τράπεζα της οποίας παρεμβαίνει από τον Αύγουστο του 2011 πουλώντας ελβετικό φράγκο σε μεγάλες ποσότητες για να ανατρέψει την άνοδο του η οποία απειλεί την οικονομία της χώρας.
Η χώρα που ίσως έχει τα περισσότερα να χάσει από τη νομισματική πολιτική που ακολουθούν οι ΗΠΑ, είναι η Γερμανία. Ίσως δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό αλλά ήταν η Γερμανία η πρώτη που εγκατέλειψε το προϋπάρχον του σημερινού διεθνές νομισματικό σύστημα το 1970 προκαλώντας την κατάρρευση του και αναγκάζοντας τις ΗΠΑ να εγκαταλείψουν τη σύνδεση του δολαρίου με το χρυσό και να εμπνευστούν το σύστημα των 'ελεύθερα' κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών που ισχύει μέχρι σήμερα.
Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Γερμανίας (τα προσέγγισε με το δικό του μοναδικό τρόπο ο Νομπελίστας Οικονομολόγος F.Hayek το 1944 στο 'Ο δρόμος προς τη δουλεία') την κάνουν μία μεγάλη απειλή όχι μόνο για τις ΗΠΑ αλλά και για τη σύμμαχο της Βρετανία. Ιδιαίτερα μάλιστα στην μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο εποχή της 'ειρήνης' εξαιτίας του φόβου ενός πυρηνικού ολέθρου, η βαρύτητα και η σημασία της οικονομικής δύναμης ενός κράτους έχουν υπερκεράσει σε μεγάλο βαθμό αυτήν της στρατιωτικής του δύναμης και αυτό έχει επιτρέψει στην ηττημένη και κατεστραμμένη από τον Πόλεμο Γερμανία να κάνει τη μεγάλη επιστροφή και να βρεθεί μέσα σε μερικές δεκαετίες στην κορυφή του κόσμου μαζί με τους νικητές Αμερικανούς, Βρετανούς, Γάλλους και Ρώσους, κάτι το οποίο, ίσως δεν έχει προηγούμενο στην ανθρώπινη ιστορία.
Ο δρόμος της επιστροφής για τη Γερμανία, πέρασε και συνδέθηκε με τη νομισματική της σταθερότητα και δύναμη. Μέχρι το 1970 η Γερμανία είχε ήδη γίνει η κυρίαρχος νομισματική δύναμη της Ευρώπης. Προκειμένου να εξηγήσει το νέο οικονομικοπολιτικό status quo ο Γάλλος καθηγητής Dominique Moïsi είχε πει την εξής φράση: “υποτιμήστε (σε σημασία) την πυρηνική βόμβα της Γαλλίας και ανατιμήστε το μάρκο της Γερμανίας”.
Η Γερμανία είχε μάθει και εκπαιδευθεί μετά την ήττα της στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο να επιβιώνει οικονομικά ούσα σε μειονεκτική θέση στο διεθνές νομισματικό σκηνικό έναντι του δολαρίου και αποδεχόμενη τον κυρίαρχο ρόλο του αμερικανικού νομίσματος γιατί απλούστατα δε μπορούσε να κάνει αλλιώς, ιδιαίτερα στις πρώτες δεκαετίες. Ακόμη και μετά την κατάρρευση του προϋπάρχοντος του σημερινού νομισματικού συστήματος, η Γερμανία βρήκε μπροστά της την 'εχθρική' νομισματική πολιτική των ΗΠΑ στο νέο νομισματικό σύστημα.
Από το 1970 μέχρι το 1996 το γερμανικό μάρκο ανατιμήθηκε έναντι του δολαρίου κατά 166%, κάνοντας τα γερμανικά προϊόντα σταθερά ακριβότερα από τα αντίστοιχα αμερικανικά, παρέχοντας ενέσεις ανταγωνιστικότητας στην αμερικανική οικονομία. Το 1996 η ισοτιμία του μάρκου έναντι του δολαρίου είχε ανέλθει στο 0,72 ενώ το 2000, η ισοτιμία του νέου νομίσματος της ΕΕ, του ευρώ, έναντι του δολαρίου βρισκόταν στο 0,85. Αυτή η ελάχιστη διαφορά αποτύπωνε τη δύναμη και τη δυναμική του γερμανικού μάρκου το οποίο, αν δεν είχε εγκαταλειφθεί, θα κινδύνευε να απογειωθεί έναντι του δολαρίου και να προκαλέσει τελικά ασφυξία στη γερμανική οικονομία.
Το ευρώ ήταν το νέο μάρκο για τη Γερμανία, ένα μάρκο, όμως, που αποτύπωνε τώρα στην τιμή του και χώρες με υψηλά χρέη ή και ελλείμματα και με πολύ λιγότερο ανταγωνιστικές οικονομίες από αυτήν της Γερμανίας, όπως της Πορτογαλίας, της Ισπανίας, της Ιταλίας, του Βελγίου, της Ελλάδας κλπ. Οι χώρες αυτές, σε αντίθεση με τη Γερμανία, είχαν μάθει να επιβιώνουν στο αμερικανοκεντρικό διεθνές νομισματικό σύστημα διατηρώντας φθηνά τα νομίσματα τους ώστε να τονώνουν τη μειωμένη ανταγωνιστικότητα τους.
Για δικούς της λόγους η κάθε χώρα, είχε ασθενέστερη και λιγότερο ανταγωνιστική οικονομία από αυτήν της Γερμανίας και όσο αδυνατούσε να την ενισχύσει και να την οχυρώσει απέναντι στο διεθνή ανταγωνισμό και τους νομισματικούς σεισμούς, είχε την επιλογή να συμψηφίζει τη διαφορά μέσω των νομισματικών της εργαλείων και της νομισματικής της πολιτικής.
Ειδικά στην στην περίπτωση της Ελλάδας, στην εικοσαετία από το 1981 μέχρι το 2001 η δραχμή υποτιμήθηκε έναντι του δολαρίου κατά 88% (στοιχεία από την Κεντρική Τράπεζα του St. Louis ΗΠΑ). Η θεαματική αυτή υποτίμηση της δραχμής έναντι του δολαρίου επέτρεψε στη χώρα να συμψηφίσει, σε ένα βαθμό, τις απώλειες από την αποτυχία της να γίνει ανταγωνιστική με το 'γερμανικό τρόπο'. Σε όλο αυτό το διάστημα η Ελλάδα έμαθε να επιβιώνει έχοντας ένα νόμισμα που γινόταν σταθερά φθηνότερο, κάνοντας τις υπηρεσίες και τα προϊόντα της φθηνά και έτσι περισσότερο ανθεκτικά στο διεθνή ανταγωνισμό.
Αυτό, όμως, άλλαξε από το 2001 και μετά καθώς η σύνδεση της δραχμής στο ευρώ σε σταθερή ισοτιμία, η εγκατάλειψη της, η υιοθέτηση του ευρώ και η 'ελεύθερη' διακύμανση του ευρώ, πλέον, στο διεθνές νομισματικό σύστημα έβαλε τέλος στη δυνατότητα της χώρας να ελέγχει τη νομισματική της πολιτική και ως εκ τούτου να μπορεί να συνεχίσει την πρακτική που ακολούθησε όλα τα προηγούμενα χρόνια.
Η νέα αυτή νομισματική κατάσταση , με την εγκατάλειψη του εθνικού νομίσματος και την υιοθέτηση του ευρώ, είχε εντυπωσιακές συνέπειες τόσο για την Ελλάδα όσο και για τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης, με κάποιες από αυτές να βρίσκονται σε πολύ πλεονεκτική και άλλες σε πολύ μειονεκτική θέση.
Έτσι, ενώ από την εγκατάλειψη του μάρκου και την υιοθέτηση του ευρώ η Γερμανία είδε το νέο νόμισμα της να αυξάνεται μόνο κατά 17,8% έναντι του δολαρίου (στοιχεία μέχρι 08/10/11), από την εγκατάλειψη της δραχμής και την υιοθέτηση του ευρώ η Ελλάδα είδε το νέο της νόμισμα να ανατιμάται έναντι του δολαρίου κατά 56,8%, κάτι το οποίο ήταν ένα πρωτοφανές πρόβλημα για την ελληνική οικονομία.
Ακόμη χειρότερα, ωστόσο, υπολογίζοντας την ισοτιμία της δραχμής έναντι του δολαρίου από το 2001 μέχρι το 2008, δηλαδή τη χρονιά της διεθνούς οικονομικής κρίσης (την πρώτη χρονιά που σύμφωνα με τα αναθεωρημένα στοιχεία η Ελλάδα πέρασε σε ύφεση), διαπιστώνουμε πως η κρυφή ανατίμηση του ελληνικού νομίσματος στο διάστημα αυτό ήταν της τάξης του 81%.
Μεταφράζοντας το πρόβλημα σε δραχμές και δολάρια, ενώ το 2001 αγόραζε κανείς ένα δολάριο με 398 δραχμές, το 2008, αν η Ελλάδα επέστρεφε στη δραχμή, θα μπορούσε κανείς να αγοράσει ένα δολάριο μόλις με 69 δραχμές. Μία νομισματική ανατίμηση αυτού του μεγέθους σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα θα μπορούσε να εκτροχιάσει χώρες όπως η Ελβετία και η Ιαπωνία, πόσο μάλλον αδύναμες και μη ανταγωνιστικές χώρες όπως η Ελλάδα (η Πορτογαλία και η Ισπανία). Το πρόβλημα πήρε εκρηκτικές διαστάσεις, μάλιστα, καθώς στο δολάριο είναι συνδεδεμένο και το κινεζικό νόμισμα, γεγονός που σημαίνει πως η Ελλάδα, στο ίδιο διάστημα, έγινε, πέρα από τις ΗΠΑ, ακριβότερη και από την Κίνα, σχεδόν, στον ίδιο αυτόν εντυπωσιακό βαθμό.
Στη δεκαετία του 2000 το νέο ελληνικό νόμισμα, το ευρώ, είχε τη μεγαλύτερη απόδοση στον κόσμο και έγινε το ακριβότερο νόμισμα διεθνώς. Έτσι, η Ελλάδα, που τις προηγούμενες δύο δεκαετίες είχε επιβιώσει οικονομικά αφήνοντας το νόμισμα της να γίνει φθηνότερο κατά 88% έναντι του δολαρίου, έπρεπε τώρα να μάθει να ζει με το ακριβότερο νόμισμα του κόσμου, του οποίου η αξία, μάλιστα αυξανόταν συνεχώς εξαιτίας της απόδοσης της γερμανικής οικονομίας.
Και όσο αυτό δε συνέβαινε (όπως ήταν αναμενόμενο), η χώρα έπρεπε να βρίσκει τρόπους συμψηφίζει τις απώλειες από την εγκατάλειψη της φθηνής δραχμής.