Σελίδα 1 από 1

ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ

Δημοσιεύτηκε: Δευ 03 Οκτ 2011, 04:01
από Admin
“Έχουμε μάθει ότι, παρά τις καλές προθέσεις, καθώς επίσης παρά μία σωστή λειτουργικά Οργάνωση, η ηθική εντιμότητα δεν μπορεί να διατηρηθεί εντός ενός συστήματος, το οποίο καταστρέφει την προσωπική ελευθερία και την ατομική υπευθυνότητα. Οι σοσιαλιστές πιστεύουν σε δύο πράγματα, τα οποία είναι εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους, πιθανότατα δε αντικρουόμενα: στην ελευθερία και στην οργάνωση ” (F.A.Hayek-E.Halevy).

Ανάλυση

Η χώρα μας είναι αντιμέτωπη με το χειρότερο εφιάλτη στην Ιστορία της, με την εισβολή του ΔΝΤ, του εντολοδόχου τηςχρηματοπιστωτικής μαφίας και του Καρτέλ δηλαδή, καθώς επίσης με τις απίστευτες επιθέσεις της Γερμανίας - κυρίως μέσω ενός άμετρου «γκεμπελικού» διασυρμού, με τη συμμετοχή κάποιων διατεταγμένων γερμανικών ΜΜΕ. Η Ελλάδα έχει ταυτόχρονα τεράστια προβλήματα ρευστότητας, δανεισμού και πολιτικής ανεπάρκειας, οπότε θεωρούμε ότι μόνο εμείς «υποφέρουμε» – ενώ ολόκληρος ο υπόλοιπος κόσμος υποφέρει ελάχιστα ή και καθόλου.

Μοναδική ίσως εξαίρεση υποθέτουμε ότι αποτελεί η αντίστοιχα υπερχρεωμένη Ιταλία (πολύ λιγότερο η Πορτογαλία, το Βέλγιο, η Ισπανία και η Ιρλανδία), η οποία ευρίσκεται επίσης στο στόχαστρο τόσο των αγορών, όσο και της Γερμανίας – γεγονός που μας υποχρεώνει να αναρωτηθούμε, μήπως η αλαζονική συμπεριφορά της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρωζώνης οφείλεται στη δικαστική διαμάχη, σε σχέση με τις πολεμικές επανορθώσεις στη Χάγη – όπου «κατήγοροι» είναι από κοινού η Ιταλία και η Ελλάδα, κατηγορούμενος δε η Γερμανία.

Εν τούτοις, μάλλον δεν είναι η χώρα μας αυτή που αντιμετωπίζει τα μεγαλύτερα προβλήματα, αφού η κρίση χρέους φαίνεται να οδηγεί όχι μόνο στη διάλυση της Ευρωζώνης, μετά την άκρως επιτυχημένη απόβαση του ΔΝΤ, αλλά και σε μία αντίστοιχη των Η.Π.Α. – μέσα από εξεγέρσεις, «αποσκιρτήσεις» και επικίνδυνες επαναστάσεις, μεταξύ άλλων λόγω της πολυπολιτισμικής δομής της υπερδύναμης. Δηλαδή, αφενός μεν απομακρύνεται συνεχώς η ιδέα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, μέσα από τη δημιουργία των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης, αφετέρου φαίνεται όλο και πιο πιθανή μία «απόσχιση» ορισμένων υπερχρεωμένων Πολιτειών των Η.Π.Α. – με αποτελέσματα που είναι πολύ δύσκολο να προβλεφθούν, όπως θα αναλύσουμε στο τέλος του άρθρου μας.

Σε γενικές γραμμές λοιπόν, η Γερμανία γίνεται όλο και πιο «εθνικιστική» (αν και η ομοσπονδιακή δομή της μάλλον εμποδίζει την επάνοδο του εθνικοσοσιαλισμού), η Γαλλία παραπαίει, η Μ. Βρετανία επίσης, η Ευρωζώνη κινδυνεύει σοβαρά να «αποσυντεθεί» και οι Σκανδιναβικές δημοκρατίες αντιμετωπίζουν με τη σειρά τους τις εταιρείες αξιολόγησης (η Fitch, αδυνατώντας να προσβάλλει το δημόσιο χρέος τους, επειδή είναι σχετικά χαμηλό, προειδοποιεί για υπερχρέωση των νοικοκυριών) – ενώ η Ελβετία, η μοναδική φιλελεύθερη, άμεση δημοκρατία του πλανήτη, στην οποία το κράτος είναι πραγματικά στην υπηρεσία του πολίτη, κινδυνεύει από πάρα πολλές πλευρές (άρθρο).

Στην Ανατολική Ευρώπη, η οποία «βάλλεται» επίσης από το ΔΝΤ (στην πρώην Γιουγκοσλαβία είχε επιλεχθεί το «δόγμα του σοκ» - ή εισβολή του ΝΑΤΟ δηλαδή, όπως και στο Ιράκ), έχουν δημιουργηθεί νέες εστίες πυρκαγιάς, οι οποίες απειλούν τα μέγιστα τόσο το Αυστριακό όσο και το Ελληνικό τραπεζικό σύστημα – ενώ τα μέταλλα, όπως ο χρυσός και το ασήμι, έχουν εισέλθει σε «πορεία χειραγώγησης».

Παράλληλα, ορισμένες μεγάλες Πολιτείες των Η.Π.Α. αυτονομούνται, στη Ρωσία αναπτύσσεται μία ιδιάζουσα μορφή εθνικοσοσιαλισμού, ενώ η καταχρεωμένη Ιαπωνία αλλάζει συνεχώς κυβερνήτες, χωρίς να μπορεί να διαφύγει από την κρίση -στην οποία οδηγήθηκε τη δεκαετία του ’80 από τις Η.Π.Α. Η Βραζιλία προσπαθεί να αντιδράσει, η Νότια Αφρική επίσης, στηλεηλατημένη Τουρκία κυριαρχεί ένας «εθνικοθρησκευτικός απολυταρχισμός», ενώ στη Β. Αφρική, καθώς επίσης στη Μέση Ανατολή, έχουν ξεσπάσει ή/και κυοφορούνται αιματηρές επαναστάσεις, εμφύλιοι και λοιποί πόλεμοι. Τέλος, η απολυταρχική Κίνα επεμβαίνει κυριαρχικά σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη, ενώ ο συναλλαγματικός πόλεμος μαίνεται – γεγονότα και καταστάσεις που δεν μας προϊδεάζουν για ένα ειρηνικό μέλλον, αλλά μάλλον για συνθήκες αποκάλυψης.

Επομένως, απαιτούνται επειγόντως λύσεις, για την καταπολέμηση των συνεχώς κλιμακούμενων «δυσλειτουργιών» διεθνώς. Οι λύσεις αυτές δε ίσως προϋποθέτουν ένα διαφορετικό πολιτικοοικονομικό σύστημα - αφού τα παλαιότερα έχουν μάλλον ολοκληρώσει τον «κύκλο» τους. Φυσικά είναι πολύ πιθανόν η αποτυχία των συστημάτων να οφείλεται στη μη συνειδητή αντίδραση των ανθρώπων απέναντι στους φραγμούς, στους περιορισμούς της ελευθερίας καλύτερα, τους οποίους προϋποθέτει ή απαιτεί η κοινωνική συμβίωση. Επίσης, στην έμφυτη τάση κάποιων ανθρώπων για δύναμη και εξουσία – χαρακτηριστικά τα οποία στερούν από τους υπόλοιπους τα βασικά μέσα διαβίωσης και την ελευθερία τους.

Στα πλαίσια αυτά θεωρούμε σκόπιμο να αναλύσουμε τα υφιστάμενα συστήματα, έχοντας τη γνώμη ότι, οι διαφορετικές πολιτικές απόψεις των ανθρώπων, δεν οφείλονται στον τελικό στόχο. Ο στόχος αυτός είναι για τη συντριπτική πλειοψηφία ο ίδιος: η κοινωνική δικαιοσύνη, η μεγαλύτερη δυνατή ισότητα και η ασφάλεια. Οι «πολιτικές» διαφορές επικεντρώνονται κυρίως στο δρόμο που επιλέγεται, έτσι ώστε να φτάσουν κάποτε οι άνθρωποι στον ίδιο, εκ των προτέρων γνωστό τελικό στόχο, καθώς επίσης στην «ποσότητα/ποιότητα» της απαιτούμενης ελευθερίας.

Με απλούστερα λόγια, δεν υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των ανθρώπων, όσον αφορά τους τελικούς στόχους της κοινωνικής οργάνωσης, του πολιτεύματος δηλαδή που επιδιώκουν – αφού σχεδόν για όλους το ζητούμενο είναι η εξασφάλιση της κοινωνικής δικαιοσύνης, της ισότητας και της ασφάλειας, σε συνθήκες ελευθερίας. Κάποιοι όμως θεωρούν ότι, για να επικρατήσουν τα κοινά για όλους «ιδανικά», θα πρέπει να ακολουθηθεί το σύστημα του σοσιαλισμού - ενώ κάποιοι άλλοι επιλέγουν τον καπιταλισμό, τον ολοκληρωτισμό ή ένα άλλο πολίτευμα. Ειδικότερα λοιπόν τα εξής:

Η ΚΕΝΤΡΙΚΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΟΜΕΝΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

“Ένας πολιτικός, ο οποίος θα είχε την ιδέα να επιβάλλει στους ιδιώτες τον τρόπο, με τον οποίο θα χρησιμοποιούσαν τα κεφάλαια τους, δεν θα αναλάμβανε μόνο μία άσκοπη φροντίδα, αλλά θα επιζητούσε μία εξουσία, την οποία δεν μπορεί κανείς να εμπιστευθεί σε κανένα κοινοβούλιο και σε καμία κυβέρνηση – πόσο μάλλον σε ένα και μοναδικό άτομο. Μία τέτοια εξουσία δεν θα μπορούσε πουθενά άλλού να είναι τόσο επικίνδυνη, όσο στα χέρια ενός ανθρώπου, ο οποίος θα ήταν τόσο ανόητος και τόσο εγωιστής, ώστε να θεωρήσει τον εαυτό του ικανό να την ασκήσει” (Adam Smith).

Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι (δεν επικεντρωνόμαστε στις πολιτικές παρατάξεις ή στους κομματικούς μηχανισμούς εξουσίας), οι οποίοι αυτοαποκαλούνται σοσιαλιστές - εννοώντας συνήθως ότι, πιστεύουν μέσα από την καρδιά τους στα ιδανικά του σοσιαλισμού. Οι άνθρωποι αυτοί δεν απασχολούν τις σκέψεις τους ή δεν θεωρούν ότι πρέπει να τις απασχολήσουν, σχετικά με ποιόν τρόπο είναι εφικτό να επιτύχουν πρακτικά την εφαρμογή ενός συστήματος, το οποίο θα τους εξασφαλίζει τα ιδανικά τους – δηλαδή, την κοινωνική δικαιοσύνη, τη μεγαλύτερη δυνατή ισότητα και την ασφάλεια. Αυτό που επιθυμούν, καθώς επίσης αυτό που γνωρίζουν είναι ότι, πρέπει με κάθε τρόπο να τα καταφέρουν.

Ένας περιορισμένος αριθμός τώρα αυτών των σοσιαλιστών δεν συνειδητοποιεί ότι, το βασικό «εργαλείο» για την επίτευξη της σοσιαλιστικής αλλαγής είναι η κεντρικά κατευθυνόμενη οικονομία – η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για άλλους σκοπούς, συχνά «μη συμβατούς» με τις επιθυμίες των ανθρώπων, όπως (παράδειγμα) για την καταπίεση ορισμένων ομάδων πολιτών, αντίθετων με το πολίτευμα. Η συγκεκριμένη μορφή οικονομικής οργάνωσης είναι λοιπόν ο στόχος όλων αυτών, οι οποίοι ουσιαστικά (συνήθως εν αγνοία τους) απαιτούν την αντικατάσταση της οικονομίας του κέρδους (ελεύθερη αγορά), από αυτήν της κάλυψης των ανθρωπίνων αναγκών (κεντρικός σχεδιασμός) – επομένως, των αγορών από το κράτος.

Αναλυτικότερα, στη σοσιαλιστική οικονομία το κράτος προσπαθεί να προβλέψει τις ανάγκες των πολιτών, προγραμματίζοντας την κάλυψη τους στα πλαίσια του εφικτού (χωρίς δάνεια) – από πολίτες, οι οποίοι ουσιαστικά εργάζονται όπως οι δημόσιοι υπάλληλοι. Για παράδειγμα, εάν προβλέπει το κράτος ότι, οι πολίτες του θα χρειαστούν τον επόμενο χρόνο 1.000 τόνους πορτοκάλια και 500 τόνους μήλα, οργανώνει την παραγωγή και κατευθύνει τους αγρότες ανάλογα. Εάν όμως, όπως συνήθως συμβαίνει, οι πολίτες αλλάξουν ξαφνικά συνήθειες, τότε ο κεντρικός σχεδιασμός της παραγωγής αποδεικνύεται εντελώς λανθασμένος – κάτι που δεν συμβαίνει σε συνθήκες ελεύθερης αγοράς, ή, εάν συμβεί, τότε το ρίσκο αναλαμβάνεται εξ ολοκλήρου από τους ιδιώτες-επιχειρηματίες, οι οποίοι δεν προέβλεψαν σωστά και δεν προβληματίζει το κράτος.

Συνεχίζοντας οι Γάλλοι συγγραφείς, οι οποίοι μετά την γαλλική επανάσταση τοποθέτησαν τις βάσεις, επάνω στις οποίες στηρίχθηκε ο μοντέρνος σοσιαλισμός, γνώριζαν με απόλυτη βεβαιότητα ότι, οι ιδέες τους θα μπορούσαν να εφαρμοσθούν πρακτικά μόνο από ένα αυστηρό, δικτατορικό καθεστώς. Πολύ αργότερα, μετά την επανάσταση του 1848 δηλαδή, οι σοσιαλιστικές ιδέες υποχρεώθηκαν να ενωθούν με τις πανίσχυρες δυνάμεις της ελευθερίας - με στόχο την επίτευξη ενός «δημοκρατικού σοσιαλισμού», τον οποίο επιθυμούσαν οι περισσότεροι άνθρωποι.

Εν τούτοις, οι σημαντικότεροι θεωρητικοί ηγέτες, παρά το ότι δήλωναν οπαδοί του δημοκρατικού σοσιαλισμού, γνώριζαν ανέκαθεν πολύ καλά πως η Δημοκρατία και ο Σοσιαλισμός έχουν έναν και μοναδικό κοινό παρανομαστή: την ισότητα. Ενώ όμως η Δημοκρατία αναζητάει την ισότητα μέσα από το δρόμο της ελευθερίας, ο Σοσιαλισμός προκρίνει την καταναγκαστική επιβολή της – με τη βοήθεια της δικτατορίας του προλεταριάτου, η οποία φυσικά δεν επιβάλλεται μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες (εκλογές), αλλά με λαϊκές εξεγέρσεις και με αιματηρές επαναστάσεις.

Το ξεκίνημα της εφαρμογής του σοσιαλισμού στην πράξη, οδήγησε ουσιαστικά στη ρωσική επανάσταση, στον εθνικοσοσιαλισμό της Γερμανίας, στο σταλινισμό, στη μετέπειτα σοβιετική ένωση, στον κινεζικό κομμουνισμό, καθώς επίσης στις σημερινές εξελικτικές τους καταστάσεις: στον κατά κάποιον τρόπο «εθνικοσοσιαλιστικό» καπιταλισμό της Ρωσίας και στον απολυταρχικό καπιταλισμό της Κίνας. Παρά το ότι λοιπόν ο K.Marx θεωρούσε πως, η εξέλιξη της δικτατορίας του προλεταριάτου θα ήταν ο δημοκρατικός σοσιαλισμός, ο οποίος θα εξασφάλιζε σε όλους τους ανθρώπους κοινωνική δικαιοσύνη, ισότητα και πλήρη ασφάλεια, η σημερινή «κατάληξη» είναι εντελώς διαφορετική.

Ίσως οφείλουμε να υπενθυμίσουμε εδώ ότι, ο K.Marx δεν ήταν ο «αρχιτέκτονας» του υπαρκτού σοσιαλισμού - αφού το φοβερό αυτό έργο το ανέλαβε ο Lenin. Το σημαντικότερο βιβλίο του άλλωστε, το «Κεφάλαιο», είναι ουσιαστικά το βιβλίο της κρίσης του καπιταλισμού, ενώ σε ολόκληρο το έργο του δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα που να αναφέρεται στην επόμενη ημέρα – στο πως δηλαδή θα έπρεπε να οργανωθεί και να λειτουργήσει το κράτος, μετά την κατάκτηση της εξουσίας από το λαό. Είχε γράψει απλά ότι, κατά τη «μεταβατική» περίοδο του σοσιαλισμού θα υπήρχε η δικτατορία του προλεταριάτου – μετά από αυτήν, ο γνήσιος κομμουνισμός.

Ουσιαστικά είχε αναφερθεί σε ένα αταξικό σύστημα, το οποίο θα καταργούσε την ατομική ιδιοκτησία - οπότε η κοινωνία θα ήταν ο ιδιοκτήτης όλων των μέσων παραγωγής. Δεν είχε όμως αναλύσει καθόλου τις «λεπτομέρειες», όπως για παράδειγμα το πώς ακριβώς η «κοινωνία» θα ήταν ο ιδιοκτήτης των εργοστασίων, κατά πόσο θα υπήρχε ή μη έντονη διαμάχη μεταξύ διαχειριστών και υφισταμένων, εάν θα μπορούσαν να προβλεφθούν οι ανθρώπινες ανάγκες, έτσι ώστε να σχεδιάζεται κεντρικά η κάλυψη τους, εάν πράγματι θα δραστηριοποιούνταν δημιουργικά οι άνθρωποι, χωρίς ιδιοτελή και ανταγωνιστικά κίνητρα, πως θα συμπεριφέρονταν οι πολιτικοί προϊστάμενοι (κόμμα) απέναντι στα απλά μέλη της κοινωνίας κοκ.

Ανεξάρτητα πάντως από όλα αυτά, σήμερα, μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», καθώς επίσης μετά την άνοδο του απολυταρχικού καπιταλισμού, φαίνεται πως έχουμε λάβει όλες τις απαντήσεις, ενώ έχουν τεκμηριωθεί επαρκώς όλες οι δυσλειτουργίες αυτού του πολιτικού συστήματος – ειδικά η «ιδιάζουσα» σχέση του με την ελευθερία, καθώς επίσης η αδυναμία του να προετοιμάσει τον «γνήσιο κομμουνισμό» (ότι και αν εννοούσε ο χαρισματικός εμπνευστής του με αυτήν την έκφραση).

Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΑΓΟΡΑΣ

“Με εξαίρεση τα απόρθητα μονοπώλια, τα κέρδη είναι ταυτόχρονα η «κορωνίδα» και η «αχίλλειος πτέρνα» του καπιταλισμού – επειδή καμία επιχείρηση δεν μπορεί να κρατήσει μόνιμα τις τιμές της, πολύ επάνω από το κόστος. Με έναν μόνο τρόπο μπορούν να διαιωνίζονται τα κέρδη: η επιχείρηση, ή ολόκληρη η οικονομία, πρέπει συνεχώς να επεκτείνονται” (K.Marx).

Αναμφίβολα, ένα από τα παρακλάδια της γαλλικής επανάστασης οδήγησε στην ιδιαίτερη οικονομία της ελεύθερης αγοράς, την οποία βίωσε με επιτυχία η δύση μέχρι σήμερα – μέσα από έναν «δημοκρατικό σοσιαλισμό», «κοινωνικό καπιταλισμό» κατά άλλους, ο οποίος, στηριζόμενος κυρίως στο νεωτεριστή επιχειρηματία, στον ανταγωνισμό, στην ανάπτυξη, στην ιδιοτέλεια, στη φορολογία και στο δανεισμό (παραγωγή χρημάτων από το πουθενά), σηματοδότησε μία εποχή τεράστιας υλικής προόδου, καθώς επίσης μεγάλης ευμάρειας για το μεγαλύτερο μέρος του δυτικού πληθυσμού.

Εν τούτοις, η κατωτέρω περιγραφή της εξέλιξης και του τέλους της ελεύθερης αγοράς (καπιταλισμού), με βάση την επιγραμματική παρουσίαση των αναλύσεων του K.Marx, φαίνεται να είναι σήμερα περισσότερο επίκαιρη από ποτέ:

Με βάση το νομικό καθεστώς της ατομικής ιδιοκτησίας, οι επιχειρηματίες είναι οι ιδιοκτήτες των θέσεων εργασίας, στο βαθμό που είναι οι κάτοχοι των μηχανών και του εξοπλισμού – χωρίς τα οποία οι άνθρωποι δεν μπορούν να εργασθούν. Εάν κάποιος δεν είναι διατεθειμένος να εργασθεί τις ώρες που απαιτεί ο επιχειρηματίας, ή με το μισθό που προσφέρει, δεν βρίσκει δουλειά. Όπως και κάθε άλλος μέσα στο «σύστημα», ο εργαζόμενος δεν έχει το δικαίωμα ή την ισχύ να ζητήσει περισσότερα, από όσο αξίζει ο χρόνος εργασίας του, σε συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού – ο οποίος έχει σήμερα δυστυχώς παγκοσμιοποιηθεί, με αποτέλεσμα ο Αμερικανός (για παράδειγμα) εργαζόμενος, να υποχρεωθεί κάποια στιγμή να ανταγωνισθεί τον Κινέζο «ομόλογο» του.

Το «σύστημα» είναι «δίκαιο», χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι, οι εργαζόμενοι δεν είναι θύματα εκμετάλλευσης – επειδή υποχρεώνονται να εργάζονται περισσότερες ώρες και με χαμηλότερους μισθούς, εάν θέλουν να διατηρηθεί η επιχείρηση, η οποία τους προσφέρει εργασία.

Από την άλλη πλευρά τώρα, όλοι οι επιχειρηματίες έχουν κέρδη – αλλά και όλοι ευρίσκονται σε μεταξύ τους διαρκή ανταγωνισμό. Προσπαθούν λοιπόν να «συσσωρεύσουν», να επεκτείνουν δηλαδή την κλίμακα παραγωγής τους, εις βάρος των ανταγωνιστών τους. Η επέκταση όμως δεν είναι καθόλου εύκολη – μεταξύ άλλων επειδή απαιτεί περισσότερους εργαζομένους,η απόκτηση των οποίων σημαίνει ότι, πρέπει να αυξηθούν οι προσφερόμενοι μισθοί (οι επιχειρηματίες δηλαδή αναγκάζονται να «πλειοδοτήσουν» μεταξύ τους, για τις υπηρεσίες του εργατικού δυναμικού).

Οι μισθοί λοιπόν τείνουν να αυξηθούν, η υπεραξία (κέρδος) ακολουθεί πτωτική πορεία (τα κέρδη διαβρώνονται από τους αυξανόμενους μισθούς), ο επιχειρηματίας εγκαθιστά στο εργοστάσιο του μηχανές, οι οποίες εξοικονομούν εργατικά χέρια και μειώνουν το κόστος, οι ανταγωνιστές του τον ακολουθούν και το ποσοστό κέρδους του συνεχίζει να μειώνεται – μέχρι το σημείο που η παραγωγή δεν είναι πλέον κερδοφόρα. Παράλληλα, η κατανάλωση περιορίζεται, αφού οι μηχανές αντικαθιστούν τους εργαζομένους και αυξάνεται η ανεργία ή μειώνονται οι μισθοί – οπότε η οικονομία εισέρχεται σε ύφεση (κρίση του καπιταλισμού), η οποία συνοδεύεται από χρεοκοπίες, με αποτέλεσμα να κλείνουν οι μικρότερες επιχειρήσεις.

Μία καπιταλιστική κρίση όμως δεν σημαίνει ότι το «παιχνίδι τελείωσε» - το αντίθετο μάλιστα. Καθώς οι εργαζόμενοι χάνουν τις δουλειές τους, αναγκάζονται να αποδεχθούν χαμηλότερους μισθούς. Επειδή οι μηχανές ή οι μικρές επιχειρήσεις πωλούνται σε χαμηλές τιμές, οι μεγαλύτερες εταιρείες μπορούν να τις αποκτήσουν, πληρώνοντας πολύ λιγότερα από την αξία τους. Επομένως, η κρίση εξυπηρετεί ουσιαστικά την ικανότητα του «συστήματος» να επεκτείνεται – οπότε, είναι ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί και όχι ο τρόπος, με τον οποίο αποτυγχάνει. Εν τούτοις, κάποια στιγμή ολόκληρη η διαδικασία φτάνει στο τέλος της, το οποίο περιγράφεται πάρα πολύ καλά από τον K. Marx ως εξής:

“Μαζί με την αδιάκοπη μείωση του αριθμού των μεγιστάνων του κεφαλαίου, οι οποίοι σφετερίζονται και μονοπωλούν όλα σχεδόν τα πλεονεκτήματα αυτής της διαδικασίας «μετασχηματισμού», μεγαλώνει και το πλήθος εκείνων που βιώνουν τη φτώχεια, την καταπίεση, τη δουλεία, την εξαχρείωση και την εκμετάλλευση. Η συγκέντρωση των μέσων παραγωγής και η κοινωνικοποίηση της εργασίας φθάνουν τελικά σε ένα σημείο, όπου είναι ασύμβατα με το καπιταλιστικό τους περίβλημα– με αποτέλεσμα να διαρρηγνύεται. Έτσι λοιπόν φθάνει το τέλος της καπιταλιστικής ατομικής ιδιοκτησίας, όπου οι απαλλοτριωτές απαλλοτριώνονται”.

Σε κάθε κρίση λοιπόν, οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις απορροφούν τις μικρότερες (ενδεχομένως αυτό να συμβεί και με τα κράτη, όπως παρατηρείται σήμερα), έως εκείνο το χρονικό σημείο, κατά το οποίο θα χρεοκοπήσουν τελικά ακόμη και οι βιομηχανικοί κολοσσοί – οπότε το σύστημα καταρρέει, αφού έχει εξαντλήσει την ίδια την πηγή της ενέργειας του: την υπεραξία(κέρδος). Αν και επιδρούν δε δυνάμεις, οι οποίες βοηθούν και παρατείνουν το τέλος του (όπως ίσως η διάσωση των τραπεζών σήμερα, από τους φορολογουμένους πολίτες των κρατών), ο «επιθανάτιος ρόγχος» είναι αναπόδραστος, ισχυρίζεται ο πνευματικός ηγέτης του σοσιαλισμού.

ΕΝΔΙΑΜΕΣΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

“Η άριστη μορφή κράτους ή πολιτεύματος, η πιο ευεργετική δηλαδή για την πλειονότητα του λαού και με το μικρότερο κίνδυνο να χρησιμοποιηθεί για εγωιστικούς σκοπούς, με βάση την αρχή της χρυσής μεσότητας, είναι ο συνδυασμός δημοκρατίας και ολιγαρχίας – όπου θα αποφεύγονται τόσο η φτώχεια, όσο και ο υπερβολικός πλούτος και όπου τα περισσότερα δικαιώματα θα εκχωρούνται στη μεσαία τάξη των πολιτών” (Αριστοτέλης)

Όπως διαπιστώσαμε αναλύοντας «επιγραμματικά» το σύστημα του κεντρικού οικονομικού σχεδιασμού (σοσιαλισμός), δεν υπάρχουν «καταρρεύσεις», αλλά μετεξελίξεις. Έτσι λοιπόν, ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» δεν οδήγησε τις οικονομίες, στις οποίες εφαρμόσθηκε (με όποιον τρόπο), στον «γνήσιο κομμουνισμό», αλλά στον απολυταρχικό καπιταλισμό: στην παντοδυναμία δηλαδή ενός κρατικού μηχανισμού, μίας ολιγαρχίας καλύτερα, η οποία θέλει να ελέγχει τα πάντα «δικτατορικά» - δυστυχώς όχι σε συνδυασμό με τη δημοκρατία, όπως πρότεινε ο Αριστοτέλης. Αποδείχθηκε λοιπόν ότι επρόκειτο για μία ουτοπία, για μία φαντασίωση καλύτερα ή για ένα αυθαίρετο ευχολόγιο του εμπνευστή του.

Από την άλλη πλευρά, η ελεύθερη αγορά, μέσα από υφέσεις, διαρκείς κρίσεις και πολιτικές ανακατατάξεις (με πρόσφατη τον εγκληματικό νεοφιλελευθερισμό, ο οποίος επιβάλλεται με τη βοήθεια του ΔΝΤ, του ΝΑΤΟ κλπ.), φαίνεται να οδηγείται στομονοπωλιακό καπιταλισμό: στην παντοδυναμία δηλαδή των αγορών (Καρτέλ, χρηματοπιστωτική μαφία), οι οποίες θέλουν επίσης να ελέγχουν τα πάντα δικτατορικά. Επομένως, ήταν επίσης μία ουτοπία του εμπνευστή της, του A.Smith, ο οποίος ισχυρίσθηκε εσφαλμένα πως, όταν οι άνθρωποι καλύπτουν τις ανάγκες τους, παύουν πια να συσσωρεύουν.

Οι δύο αυτές σύγχρονες μετεξελίξεις, οι καρκινογόνες μεταστάσεις καλύτερα κάποιων περισσότερο ή λιγότερο υγιών «κυττάρων», φαίνεται ότι θα βρεθούν στο μέλλον αντιμέτωπες μεταξύ τους: αφού τόσο η μία, όσο και η άλλη, δεν μπορούν να επιβιώσουν χωρίς να αναπτύσσονται και να επεκτείνονται.

Εμείς έχουμε την άποψη ότι, το καταστροφικό αυτό ενδεχόμενο ίσως μπορεί ακόμη να αποφευχθεί, εάν περιορισθεί ηασύμμετρη παγκοσμιοποίηση, καθώς επίσης εάν αποτραπεί ο πόλεμος μεταξύ των πλεονασματικών με τα ελλειμματικά κράτη - έτσι ώστε να μεσολαβήσει εκείνο το χρονικό διάστημα, το οποίο χρειάζονται οι όποιες υγιείς δυνάμεις έχουν απομείνει στο σύστημα, οι απλοί πολίτες ουσιαστικά, καθώς επίσης οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, για να μπορέσουν να αντιστρέψουν την τάση.

Εάν δε απαιτηθεί η βραχυπρόθεσμη επιστροφή στα εθνικά κράτη, κάτι που μάλλον φαίνεται απαραίτητο, δεν θα πρέπει να υπάρξει κανένας δισταγμός – αφού η σύγκρουση των δύο σημερινών κυρίαρχων συστημάτων θα σήμαινε ίσως την «αμετάκλητη» κατάρρευση ολόκληρης της ανθρωπότητας.

Η ΜΙΚΤΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

“Μεταξύ όλων των «εφαρμογών» της Δημοκρατίας, η ομοσπονδιακή οργάνωση ενός κράτους είναι η πλέον αποτελεσματική - καθώς επίσης η συγγενέστερη. Το ομοσπονδιακό σύστημα οριοθετεί και περιορίζει την απόλυτη κυριαρχία της κρατικής εξουσίας, επειδή την τεμαχίζει σε επί μέρους κομμάτια - παραχωρώντας στην κεντρική κυβέρνηση μόνο ορισμένα, ακριβώς προκαθορισμένα δικαιώματα. Είναι το μοναδικό μέσον, με το οποίο ελέγχεται όχι μόνο η εξουσία της πλειοψηφίας του λαού (κυβερνών κόμμα) αλλά, επίσης, η λαϊκή κυριαρχία” (Lord Acton).

Σύμφωνα με την παραπάνω «ρήση», η ομοσπονδιακή δομή ενός κράτους (όπως για παράδειγμα της Γερμανίας) είναι το πλέον εύφορο έδαφος για να ανθήσει η Άμεση Δημοκρατία. Στην περίπτωση δε της χώρας μας, θα μπορούσε να συμβεί, εάν οι περιφέρειες (Καλλικράτης) μετεξελίσσονταν σε ομοσπονδιακά κρατίδια – κάτι που δεν είναι πολύ δύσκολο στην εφαρμογή του, ενώ μπορεί να μας προφυλάξει από εσφαλμένες «λαϊκές ετυμηγορίες», οι οποίες παραδίδουν την απόλυτη εξουσία σε «κόμματα ενός ανδρός», τα οποία υπεξαιρούν την ψήφο με παραπλανητικές υποσχέσεις.

Περαιτέρω, διαπιστώνοντας ακόμη μία φορά την απίστευτη σοφία των προγόνων μας (παν μέτρον άριστον), έχουμε την άποψη ότι η μικτή οικονομία, στην οποία τόσο το κράτος, όσο και οι πολίτες, έχουν «μοιράσει» δίκαια, συνετά καλύτερα τις «εξουσίες» και τις δραστηριότητες μεταξύ τους, είναι η μοναδική ίσως λύση του προβλήματος. Παρά το ότι δε καταφέραμε να βαδίσουμε από τις φυλές στις πόλεις-κράτη, καθώς επίσης από τις πόλεις-κράτη στα εθνικά κράτη με απόλυτη επιτυχία, δεν μπορούμε να ισχυρισθούμε το ίδιο ούτε για τις διακρατικές ενώσεις, αλλά ούτε και για την παγκοσμιοποίηση – ενώ καμία νομισματική ένωση μέχρι σήμερα δεν κατάφερε να επιβιώσει.

Πολλοί από εμάς επιθυμούν πράγματι να γίνουν ευρωπαίοι πολίτες και στη συνέχεια πολίτες του κόσμου – αντί Έλληνες, Γερμανοί κλπ. Εν τούτοις, υπάρχει μεγάλη απόσταση μεταξύ των επιθυμιών μας, των υποσυνείδητων «ενστάσεων» μας, καθώς επίσης των δυνατοτήτων μας – μία απόσταση που απαιτεί πάρα πολύ χρόνο για να διανυθεί ομαλά.

Το σύστημα της μικτής οικονομίας τώρα, σε συνθήκες άμεσης δημοκρατίας, είναι ίσως το μόνο που δεν έχει αποτύχει ακόμη, αφού έχει μερικώς εφαρμοσθεί μόνο στην Ελβετία – σε κάποια άλλη μορφή και στην Καλιφόρνια. Εδώ υπενθυμίζουμε μία φράση του F.D.Roosevelt, ο οποίος είχε πει ότι “Το σύστημα της ελεύθερης αγοράς δεν έχει αποτύχει στην εποχή μας, αλλά απλά δεν έχει γίνει ακόμη η προσπάθεια σωστής εφαρμογής του”.

Στο συγκεκριμένο σύστημα, το κράτος πρέπει να έχει τη δυνατότητα να καθορίζει τους κανόνες λειτουργίας των επιχειρήσεων - ρυθμίζοντας την ελεύθερη αγορά, με κριτήριο το κοινό περί Δικαίου αίσθημα. Με τη βοήθεια επιτροπών ανταγωνισμού, οφείλει να διατηρεί το μέγεθος των επιχειρήσεων σε λογικά πλαίσια, καθώς επίσης να επιβλέπει με μεγάλη αυστηρότητα τη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού τομέα - με τη βοήθεια μίας κεντρικής τράπεζας, η οποία είναι απαράδεκτο να ανήκει σε ιδιώτες (όπως δυστυχώς συμβαίνει με την Τράπεζα της Ελλάδας, τη Fed κλπ.).

Σε γενικές γραμμές λοιπόν, το κράτος πρέπει να απαγορεύει τη μόχλευση, τα παράγωγα επίσης, να υποχρεώνει τις τράπεζες να δανείζουν μόνο τις καταθέσεις τους, να τις διαχωρίζει σε εμπορικές-επενδυτικές (Glass-Steagall), τεμαχίζοντας τις υπερβολικά μεγάλες, να διώκει τη φοροαποφυγή των πολυεθνικών (κατάργηση των off shore εταιρειών, έλεγχος των υπερτιμολογήσεων κλπ.), καθώς επίσης όλα όσα ευρίσκονται προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση. Από την άλλη πλευρά βέβαια, θα πρέπει να έχει στην αποκλειστική ιδιοκτησία του όλες τις κοινωφελείς επιχειρήσεις (ενέργεια, ύδρευση), ορισμένες στρατηγικές (λιμάνια), καθώς επίσης κάποιες «εν δυνάμει» κερδοφόρες (τον ΟΠΑΠ για παράδειγμα) – έτσι ώστε να μην εξαρτάται από τους επιχειρηματίες και να μπορεί να αντιπαρατίθεται μαζί τους.

Επειδή όμως το δημόσιο είναι συνήθως «επιρρεπές» στη διαφθορά, στη διαπλοκή, στην κακοδιαχείριση κλπ., οφείλουν οι πολίτες να συμμετέχουν ενεργά στη λειτουργία του – ιδιαίτερα στον έλεγχο του. Στα πλαίσια αυτά, θεωρούμε ότι το πολίτευμα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας έχει πλέον ολοκληρώσει τον κύκλο του και πρέπει να αντικατασταθεί από ένα επόμενο: από τη Φιλελεύθερη, Άμεση Δημοκρατία, έτσι όπως αυτή εφαρμόζεται από την Ελβετία (άρθρο μας) και μάλλον προετοιμάζεται από τη Γερμανία – δυστυχώς δυσλειτουργεί στην Καλιφόρνια, από την οποία όμως οφείλουμε να αντλήσουμε διδάγματα (όπως και από κάποιες άλλες εξελίξεις στις Η.Π.Α., τις οποίες θα αναλύσουμε στη συνέχεια).

Πρώτη προτεραιότητα τώρα της φιλελεύθερης, άμεσης δημοκρατίας στη χώρα μας, οφείλει να είναι η δημιουργία εξειδικευμένων επιτροπών Πολιτών - οι οποίοι θα εκλέγονται σε ετήσια βάση με κλήρο, μεταξύ αυτών που θα υποβάλλουν αιτήματα επιλογής τους, ανάλογα με το γνωστικό πεδίο τους. Οι εθελοντικές αυτές επιτροπές, θα έχουν σκοπό τον έλεγχο όλων των δραστηριοτήτων του δημοσίου, συμπεριλαμβανομένων των λογιστικών καταστάσεων, καθώς επίσης των Ισολογισμών των πολιτικών κομμάτων – κυρίως βέβαια των κομμάτων εξουσίας.

Φυσικά, όλες οι καταστάσεις και οι Ισολογισμοί των κομμάτων, καθώς επίσης του στενότερου ή ευρύτερου δημοσίου, με τα ανάλογα ενημερωτικά (όπως συμβαίνει με τις εισηγμένες εταιρείες), οφείλουν να προετοιμάζονται και να αναρτώνται με διαφάνεια στο διαδίκτυο - έτσι ώστε να είναι «προσβάσιμες» όχι μόνο στις επιτροπές, αλλά σε όλους τους ενδιαφερομένους για τη χώρα τους Πολίτες, όπως και στα ΜΜΕ.

Περαιτέρω, άλλες επιτροπές Πολιτών πρέπει να ελέγχουν τους εκάστοτε νόμους που ψηφίζονται από το Κοινοβούλιο, με τους σημαντικότερους από αυτούς να προϋποθέτουν δημοψηφίσματα – όπως συμβαίνει στην Ελβετία. Για παράδειγμα, η προσφυγή της χώρας σε έναν διεθνή οργανισμό, όπως στο ΔΝΤ, όφειλε να είναι απόφαση του συνόλου των Πολιτών της – επίσης όλοι οι νόμοι, οι οποίοι αφορούν σοβαρά θέματα των βουλευτών της (ευθύνες υπουργών κλπ.). Φυσικά το ίδιο ισχύει και για τις επιτροπές ελέγχου οικονομικών σκανδάλων του δημοσίου, έτσι ώστε να μην είναι οι ίδιοι αυτοί που ελέγχονται και ελέγχουν.

Κλείνοντας, όπως έχουμε αναφέρει και στο παρελθόν η Φιλελεύθερη, Άμεση Δημοκρατία οφείλει να στηρίζεται:

(α) Σε ένα σύνολο υγιών Θεσμών, οι οποίοι καθορίζουν επακριβώς το πλαίσιο, μέσα στο οποίο αναπτύσσονται όλοι οι Πολίτες, ανταγωνιζόμενοι με ίσους όρους.

(β) Σε ένα σύνολο συνειδητών πολιτών, το οποίο να κατανοεί επαρκώς τις αρχές της Οικονομίας και της Δημοκρατίας ή, τουλάχιστον, να έχει διαμορφώσει ένα χαρακτήρα συνεπή προς το συγκεκριμένο «τρόπο ζωής» και, τέλος,

(γ) Σε μία υψηλής ποιότητας ηγεσία, η οποία να μπορεί να κατευθύνει ορθολογικά το κράτος (όχι απλά να διαχειρίζεται το δημόσιο πλούτο), καθώς επίσης να διαφυλάσσει τη χώρα της, τουλάχιστον στις κρίσιμες στιγμές – χωρίς ποτέ να επιτρέπει σε τρίτους να την προσβάλλουν. Τα απολύτως απαραίτητα χαρίσματα που πρέπει να διαθέτει η ηγεσία αυτή δεν είναι άλλα από το να μπορεί να πείθει τεκμηριωμένα, να εμπνέει και να διδάσκει - να εκπαιδεύει δηλαδή τους κυβερνωμένους.

Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΣΤΙΣ Η.Π.Α.

Στο εσωτερικό της υπερδύναμης φαίνεται ότι «σιγοβράζει» μία εξέγερση – αρχικά εναντίον των μεγάλων τραπεζών και της WallStreet. Σε οκτώ Πολιτείες (μεταξύ των οποίων η Ουάσιγκτον, η Λουϊζιάνα, η Μασαχουσέτη και η Καλιφόρνια, στην οποία λειτουργεί η άμεση δημοκρατία), τα κοινοβούλια προετοιμάζουν την ίδρυση κρατικών εμπορικών τραπεζών. Με τις ενέργειες τους αυτές οι υπερχρεωμένες Πολιτείες θέλουν να επιτύχουν την παροχή περισσοτέρων δανείων για τις τοπικές οικονομίες τους (πραγματική αγορά) με χαμηλότερα επιτόκια - καθώς επίσης την εισροή των τραπεζικών κερδών στο δικό τους προϋπολογισμό.

Το γεγονός αυτό προκλήθηκε από τη δυσαρέσκεια των Πολιτειών απέναντι στις μεγάλες τράπεζες οι οποίες, παρά το ότι διασώθηκαν με τα χρήματα των φορολογουμένων, αφενός μεν συνέχισαν να προσφέρουν μεγάλες προμήθειες στα στελέχη τους, αφετέρου δε περιόρισαν τα δάνεια τους στην πραγματική οικονομία – επιλέγοντας την κερδοσκοπία και τις χρηματιστηριακές επενδύσεις. Η «εξέγερση» αυτή, η οποία δεν προέρχεται από τους δρόμους (διαδηλώσεις), αλλά από τους εφοριακούς, από τους λοιπούς ΔΥ, από τις επιχειρήσεις και από τους κυβερνήτες των επί μέρους Πολιτειών, κερδίζει συνεχώς έδαφος – κυρίως επειδή οι κυβερνήσεις τους ευρίσκονται αντιμέτωπες με μία κλιμακούμενη ανεργία, με τεράστιες ζημίες προϋπολογισμών, καθώς επίσης με μεγάλα ελλείμματα στα συνταξιοδοτικά ταμεία.

«Υπάρχει ένας και μοναδικός τρόπος για να σταθεροποιήσουμε ή/και να ισοσκελίσουμε τους προϋπολογισμούς μας: η ίδρυση κρατικών τραπεζών», αναφέρεται χαρακτηριστικά. «Η Καλιφόρνια είναι η μεγαλύτερη οικονομία των Η.Π.Α. Εν τούτοις, δεν είμαστε σε θέση να οδηγήσουμε τα δισεκατομμύρια των κρατικών μας εσόδων στην οικονομία της Πολιτείας μας, επειδή τα τοποθετούμε στις μεγάλες τράπεζες, οι οποίες κερδοσκοπούν ασύστολα με τα δικά μας χρήματα –στοιχηματίζοντας στο τέλος, με τη βοήθεια των παραγώγων, ακόμη και εναντίον των ομολόγων του δημοσίου μας».

Σημείο αναφοράς των παραπάνω εξελίξεων φαίνεται πως είναι η τράπεζα της Β. Ντακότας – η μια και μοναδική κρατική τράπεζα των Η.Π.Α., η οποία ιδρύθηκε το 1919 και λειτουργεί έκτοτε κερδοφόρα. Η Πολιτεία της Βόρειας Ντακότας καταθέτει στο ινστιτούτο αυτό τα φορολογικά έσοδα της, απαιτώντας σαν αντάλλαγμα να διατίθενται για όσο το δυνατόν περισσότερα δάνεια στις τοπικές επιχειρήσεις. Η τράπεζα ελέγχεται βέβαια αυστηρά, αφού οι ισολογισμοί της αναλύονται τόσο από ανεξάρτητους ελεγκτές, όσο και από την ίδια την κυβέρνηση της Πολιτείας.

Ένα ειδικό κρατικό πρόγραμμα καθορίζει τη συμμετοχή της δημόσιας τράπεζας στο δανεισμό τοπικών ταμιευτηρίων - τα οποία επίσης προωθούν την τοπική οικονομία. Η τράπεζα της Β. Ντακότας, η οποία λειτουργεί σαν συνεργάτης των υπολοίπων τραπεζών και όχι σαν ανταγωνιστής, αύξησε τον όγκο των δανείων της κατά 35% την περίοδο της κρίσης (2007-2010), όταν οι μεγάλες τράπεζες της Wall Street, την ίδια χρονική περίοδο, μείωσαν κατά 53% τα δάνεια τους.

Τα τελευταία δέκα χρόνια η κρατική τράπεζα έχει εμβάσει 300 εκ. $ κέρδη στο ταμείο της Πολιτείας, λειτουργώντας με απόδοση 19% επί των κατατεθειμένων κεφαλαίων της – όταν ο μέσος όρος του χρηματοπιστωτικού κλάδου των Η.Π.Α. απέδωσε μόλις 7,65%. Σαν αποτέλεσμα των δραστηριοτήτων της κεντρικής τράπεζας, η ανεργία στη Β. Ντακότα διατηρείται στο 3,5% - όταν η αντίστοιχη στην Αλάσκα, η οποία παράγει τη διπλή ποσότητα πετρελαίου, ευρίσκεται στο 7,7%.

Σύμφωνα τώρα με τοπικούς αναλυτές, “Οι πολιτικοί στην Ουάσιγκτον είναι έμμισθοι υπάλληλοι των τραπεζών. Οι πέντε μεγαλύτερες τράπεζες ελέγχουν περισσότερες καταθέσεις, από τις 45 επόμενες. Οι τέσσερις μεγαλύτερες τράπεζες των Η.Π.Α. μείωσαν, μεταξύ των ετών 2007 και 2010, τα δάνεια τους στην πραγματική οικονομία κατά 53%. Ο αριθμός των ταμιευτηρίων και των συνεταιριστικών τραπεζών μειώθηκε κατά 30% σε σχέση με το 1990 – στα 6.600 ιδρύματα.

Η Πολιτεία της Όρεγκον πρέπει, στο δυσκολότερο έτος από πλευράς ελλειμμάτων της ιστορίας της, να πληρώσει τόκους ύψους 13,5 εκ. $ στις Bank of America, Morgan Stanley και JP Morgan Chase για παράγωγα προϊόντα, με τα οποία χρηματοδοτήθηκαν κάποια έργα υποδομών. Εάν η Πολιτεία είχε μία κρατική τράπεζα, δεν θα υποχρεωνόταν να πληρώνει προμήθειες, ούτε τόσο υψηλά επιτόκια – επομένως, δεν θα επιβάρυνε τους πολίτες της με διαρκώς αυξανόμενους φόρους, οι οποίοι καταλήγουν ουσιαστικά στα ταμεία των τραπεζών”.

Για να κατανοήσουμε τη σημασία των κρατικών τραπεζών στο παράδειγμα της χώρας μας, αρκεί ίσως να αναφέρουμε ότι, οι τόκοι των δανείων που έχει λάβει η Ελλάδα υπολογίζονται σήμερα στα 17 δις € - 28 δις € το 2015, σύμφωνα με το μεσοπρόθεσμο. Οι ιδιωτικές τράπεζες, δανειζόμενες με 1,5% επιτόκιο από την ΕΚΤ, μας δανείζουν με μέσον όρο 6%, οπότε κερδίζουν, σε ύψος δανείων 350 δις €, περί τα 16 δις € εις βάρος μας – το οκταπλάσιο δηλαδή των εσόδων που θα αποφέρει ο νέος φόρος ακινήτων ή όσο σχεδόν οι μισθοί όλων των ΔΥ. Εάν όμως υπήρχε μία κρατική τράπεζα, ο προϋπολογισμός μας θα είχε κατά πολύ μικρότερα ελλείμματα – οπότε δεν θα απαιτούνταν νέοι φόροι ή απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων. Είναι όμως ποτέ δυνατόν να το επιτρέψει η σημερινή Ευρώπη των τραπεζών, η οποία λειτουργεί εις βάρος της Ευρώπης των Πολιτών της;

Επιστρέφοντας στις Η.Π.Α., από τη μία πλευρά οι πολίτες στους δρόμους διαδηλώνουν εναντίον των τραπεζών (Wall Street), ενώ από την άλλη οι Πολιτείες, στην πρωτεύουσα του καπιταλισμού, εξεγείρονται εναντίον της Ομοσπονδιακής κυβέρνησης και ιδρύουν δικές τους, κρατικές τράπεζες – έτσι ώστε να αποδεσμευθούν από τα νύχια της χρηματοπιστωτικής μαφίας, η οποία είναι «κατασκεύασμα» του μονοπωλιακού καπιταλισμού και της νεοφιλελεύθερης δικτατορίας.

Παράλληλα, με «ηγέτη» την Καλιφόρνια, συζητούνται σοβαρά αποσχίσεις και ανεξαρτητοποιήσεις αμερικανικών Πολιτειών – ένα ενδεχόμενο που θα μπορούσε να οδηγήσει στην πλήρη διάλυση των Η.Π.Α., μέσα από αιματηρές κοινωνικές εξεγέρσεις και επανάληψη των εμφυλίων πολέμων, ειδικά όταν το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο αποφασίσει να μεταναστεύσει μαζικά στις αγορές του μέλλοντος (Κίνα κλπ.).

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Όπως φαίνεται, η σταδιακή αλλαγή του συστήματος προς την κατεύθυνση της φιλελεύθερης, άμεσης Δημοκρατίας, σε καθεστώς μικτής οικονομίας, η οποία μπορεί να επιβιώσει χωρίς να απαιτείται αδιάκοπη ανάπτυξη, θα ήταν ένα σημαντικό βήμα προς ένα ασφαλές μέλλον - με μία «υποφερτά» περιορισμένη ελευθερία. Στα πλαίσια αυτά, όχι μόνο δεν θα έπρεπε να ιδιωτικοποιηθούν οι επιχειρήσεις αλλά, αντίθετα, να κρατικοποιηθούν οι κοινωφελείς, οι στρατηγικές και οι κερδοφόρες – ενώ υπάρχει μεγάλη ανάγκη ενίσχυσης της οικονομίας από κρατικές τράπεζες.

Ολοκληρώνοντας, εάν η κρίση χρέους της Δύσης δεν αντιμετωπισθεί από όλες τις χώρες μαζί, σε συνθήκες συνεργασίας και όχι ανταγωνισμού, χωρίς εθνικιστικές «οπισθοδρομήσεις» και επεκτατικές βλέψεις, ο κόσμος θα βιώσει πολύ δύσκολες ημέρες – ημέρες αποκάλυψης. Έχοντας την άποψη ότι, η Ελλάδα ήταν αυτή που «πυροδότησε» τις αλλαγές, «ταράζοντας τα νερά» όπως συνέβαινε ανέκαθεν στην Ιστορία, θεωρούμε πως η επίλυση της Ελληνικής κρίσης έχει απόλυτη προτεραιότητα – ενώ ο τρόπος που τελικά θα επιλεχθεί, θα καθορίσει παράλληλα το μέλλον ολόκληρου του πλανήτη.