Οι σφαίρες που θα σταματήσουν την κρίση
Δημοσιεύτηκε: Πέμ 11 Αύγ 2011, 11:19
Στα τέσσερα χρόνια που μεσολάβησαν από την έναρξη της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, έγινε σαφές ότι τα μεγαλύτερα ελλείμματα δεν αφορούν την πίστωση αλλά την αξιοπιστία. Οι αγορές μπορούν κάλλιστα να προσαρμοστούν στη συρρίκνωση της παγκόσμιας ανάπτυξης, αλλά δεν είναι δυνατό να τα βγάλουν πέρα με την όλο και μεγαλύτερη απώλεια εμπιστοσύνης στις πολιτικές ηγεσίες και με την αυξανόμενη αίσθηση ότι οι οικονομικοί και πολιτικοί αξιωματούχοι που λαμβάνουν τις αποφάσεις δεν έχουν καμία επαφή με την πραγματικότητα. Τι πρέπει, επομένως, να γίνει για να ξεφύγουμε από το χείλος του γκρεμού;
Στη ρίζα του σημερινού ελλείμματος αξιοπιστίας βρίσκεται η αποτυχία των σχεδιαστών πολιτικής να διαχειριστούν τις ιδιαιτερότητες της μακράς περιόδου αργής ανάπτυξης που διακρίνει, κατά τρόπο τυπικό, την ανάκαμψη μετά από μια χρηματοπιστωτική κρίση. Πολλές αποφάσεις, για παράδειγμα η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να αυξήσει τα επιτόκια του ευρώ και της αμερικανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας να αποσύρει τα έκτακτα νομισματικά μέτρα, ελήφθησαν με την επίκληση πολύ αισιόδοξων αναπτυξιακών προοπτικών.
Ξανά και ξανά οι σχεδιαστές πολιτικής στηρίχτηκαν στην ταχεία ανάκαμψη που ακολούθησε την κρίση προκειμένου να αποφύγουν τις δύσκολες αποφάσεις για το πώς θα διαχειριστούν τους υπερβολικά βεβαρημένους ισολογισμούς του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, είτε τα βαρίδια αφορούσαν τα χρέη των αμερικάνικων νοικοκυριών, είτε το δημόσιο χρέος της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Ξανά και ξανά αυτή η ταχεία ανάκαμψη δεν αποδείχτηκε πραγματική ή – στις περιπτώσεις που ήταν πραγματική – δεν κράτησε πολύ.
Το μακράν μεγαλύτερο πρόβλημα σήμερα είναι τα τεράστια βάρη του χρέους που εμποδίζουν την γρήγορη επιστροφή των ρυθμών ανάπτυξης στα προ της κρίσης φυσιολογικά τους – και αυτός είναι ο λόγος που μετά από κάθε χρηματοπιστωτική κρίση η ανάπτυξη είναι πάρα πολύ χαμηλή. Είναι καλύτερα να έχουμε κατά νου ότι η παγκόσμια οικονομία κατευθύνεται προς μια δεύτερη Μεγάλη Κάμψη στα πρότυπα της Μεγάλης Ύφεσης της δεκαετίας του 1930, η οποία δεν αφορά μόνο την παραγωγή και την ανεργία αλλά και την πίστωση και την αγορά ακινήτων.
Στην πραγματικότητα, το ερώτημα για το αν ο δυτικός κόσμος κατευθύνεται προς μια ύφεση διπλού πάτου είναι σχεδόν ακαδημαϊκό. Εν πολλοίς, και πριν ακόμη τον τελευταίο μήνα, οι περισσότερες ευρωπαϊκές οικονομίες όπως και η αμερικανική δεν είχαν καταφέρει να ανακάμψουν πλήρως από την ύφεση του 2008, καθώς η κατά κεφαλήν παραγωγή τους παρέμενε χαμηλότερα από την κορυφή της προ κρίσης περιόδου.
Όλοι συμφωνούν σήμερα στο ότι απαιτούνται γενναία μέτρα, αλλά τι τύπου γενναία μέτρα; Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η εισαγωγή νέων προσωρινών δημοσιονομικών μέτρων τόνωσης της οικονομίας μεγάλου ύψους θα δώσει ώθηση στη μηχανή της οικονομίας προκειμένου να επιτευχθεί βιώσιμη ανάπτυξη.
Η μεγάλη αύξηση του δημόσιου χρέους προσθέτει περαιτέρω βαρίδια καθώς συνεπάγεται απαιτήσεις για υψηλότερα φορολογικά έσοδα στο μέλλον οι οποίες θα επιβαρύνουν έναν ιδιωτικό τομέα ήδη φορτωμένο με δυσθεώρητο χρέος. Είναι αλήθεια ότι σύμφωνα με την κλασική ανάλυση της παγίδας ρευστότητας μηδενικών επιτοκίων, η ιδανική πολιτική θα ήταν η προσωρινή αύξηση των κρατικών δαπανών με στόχο την άνοδο της ζήτησης. Αλλά το σύνηθες μοντέλο αγνοεί πλήρως το σημερινό βάρος του δημόσιου χρέους.
Η πιο άμεση θεραπεία, βέβαια, θα ήταν να βρούμε γρήγορες προσεγγίσεις προκειμένου να καθαρίσουμε τους ισολογισμούς από τα μεγάλα βάρη, με παράλληλη περιφρούρηση της ακεραιότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Στην περίπτωση της Ευρώπης αυτό θα απαιτούσε μεγάλες διαγραφές χρέους για τα μικρά κράτη της ευρωπαϊκής περιφέρειας, σε συνδυασμό με την παροχή εγγυήσεων για το υπόλοιπο μέρος του χρέους τους από τη γερμανική κυβέρνηση. Σε αντάλλαγμα γι’ αυτό θα μπορούσε να αναγνωριστεί στη Γερμανία το μερίδιο του λέοντος της δημοσιονομικής ισχύος σε μια πιο ολοκληρωμένη Ευρωπαϊκή Ένωση, τουλάχιστον για όσο καιρό πραγματοποιεί ουσιαστικές μεταβιβάσεις πόρων προς την ευρωπαϊκή περιφέρεια. Στην περίπτωση της Αμερικής οι σχεδιαστές πολιτικής θα πρέπει να προτείνουν σχήματα για διαγραφές σε στεγαστικά δάνεια που βρίσκονται στο κόκκινο, πιθανότατα με αντάλλαγμα άλλες παραχωρήσεις, όπως για παράδειγμα την παραχώρηση στον πιστωτή μέρους από κάθε μελλοντική αύξηση της τιμής του ακινήτου.
Σε περίπτωση που όλα αυτά αποδειχτούν ανέφικτα λόγω πολιτικών εμποδίων, υπάρχει η δυνατότητα να επιτευχθεί μια μετρίων διαστάσεων απομόχλευση μέσω ενός μετριοπαθούς πληθωρισμού, ας πούμε της τάξης του 4% ως 6% για αρκετά χρόνια. Ο πληθωρισμός άνω του 2% μπορεί να φαντάζει ως … ανάθεμα για όλους εκείνους που θυμούνται ακόμη τους αντιπληθωριστικούς πολέμους της δεκαετίας του 1970 και του 1980, αλλά μια κρίση που συμβαίνει μια φορά κάθε 75 χρόνια αντιμετωπίζεται μόνο με μη συμβατικά μέτρα. Στην ιδανική περίπτωση θα έπρεπε να προχωρήσουν σε επεκτατικές πολιτικές τόσο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα όσο και η αμερικανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα, διαφορετικά θα υπάρξουν σοβαρές επιπτώσεις στις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Και βέβαια, μια προσπάθεια για μια απλή σταθεροποίηση των συναλλαγματικών ισοτιμιών δίχως συνολική νομισματική επέκταση – όπως πρότειναν οι 7 πλουσιότερες χώρες του κόσμου – δεν θα βοηθήσει σε κάτι.
Τέλος, οι νομισματικές και χρηματοπιστωτικές λύσεις θα πρέπει να αντισταθμιστούν από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που, μεταξύ των άλλων, θα αφορούν στην αποκατάσταση της βιωσιμότητας των συνταξιοδοτικών και ασφαλιστικών ταμείων.
Σε περίπτωση που οι σχεδιαστές πολιτικής καταφέρουν να κάνουν τουλάχιστον τη σωστή διάγνωση, θα έχει γίνει ένα μεγάλο βήμα στο δρόμο προς την ανάκαμψη. Μετά από πολλά μισά βήματα και λάθος βήματα, οι επιλογές των πολιτικών μπορεί να έχουν περιοριστεί πολύ, αλλά στην πραγματικότητα δεν έχουν ξεμείνει από σφαίρες. Τα σχήματα διαγραφής χρέους, ένας προσωρινά υψηλός πληθωρισμός και οι ουσιαστικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις μπορούν να περιορίσουν σημαντικά το φυσιολογικά μεγάλο χρονικό διάστημα που χρειάζεται η οικονομία μετά από μια χρηματοπιστωτική κρίση για να πάρει μπροστά και να επιστρέψει σε βιώσιμη ανάπτυξη. Σε αυτή την οριακή στιγμή οι ηγέτες δεν μπορούν πλέον να παραμένουν θεατές. Πρέπει επιτέλους να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της νέας μας μεγάλης ύφεσης.
Στη ρίζα του σημερινού ελλείμματος αξιοπιστίας βρίσκεται η αποτυχία των σχεδιαστών πολιτικής να διαχειριστούν τις ιδιαιτερότητες της μακράς περιόδου αργής ανάπτυξης που διακρίνει, κατά τρόπο τυπικό, την ανάκαμψη μετά από μια χρηματοπιστωτική κρίση. Πολλές αποφάσεις, για παράδειγμα η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να αυξήσει τα επιτόκια του ευρώ και της αμερικανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας να αποσύρει τα έκτακτα νομισματικά μέτρα, ελήφθησαν με την επίκληση πολύ αισιόδοξων αναπτυξιακών προοπτικών.
Ξανά και ξανά οι σχεδιαστές πολιτικής στηρίχτηκαν στην ταχεία ανάκαμψη που ακολούθησε την κρίση προκειμένου να αποφύγουν τις δύσκολες αποφάσεις για το πώς θα διαχειριστούν τους υπερβολικά βεβαρημένους ισολογισμούς του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, είτε τα βαρίδια αφορούσαν τα χρέη των αμερικάνικων νοικοκυριών, είτε το δημόσιο χρέος της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Ξανά και ξανά αυτή η ταχεία ανάκαμψη δεν αποδείχτηκε πραγματική ή – στις περιπτώσεις που ήταν πραγματική – δεν κράτησε πολύ.
Το μακράν μεγαλύτερο πρόβλημα σήμερα είναι τα τεράστια βάρη του χρέους που εμποδίζουν την γρήγορη επιστροφή των ρυθμών ανάπτυξης στα προ της κρίσης φυσιολογικά τους – και αυτός είναι ο λόγος που μετά από κάθε χρηματοπιστωτική κρίση η ανάπτυξη είναι πάρα πολύ χαμηλή. Είναι καλύτερα να έχουμε κατά νου ότι η παγκόσμια οικονομία κατευθύνεται προς μια δεύτερη Μεγάλη Κάμψη στα πρότυπα της Μεγάλης Ύφεσης της δεκαετίας του 1930, η οποία δεν αφορά μόνο την παραγωγή και την ανεργία αλλά και την πίστωση και την αγορά ακινήτων.
Στην πραγματικότητα, το ερώτημα για το αν ο δυτικός κόσμος κατευθύνεται προς μια ύφεση διπλού πάτου είναι σχεδόν ακαδημαϊκό. Εν πολλοίς, και πριν ακόμη τον τελευταίο μήνα, οι περισσότερες ευρωπαϊκές οικονομίες όπως και η αμερικανική δεν είχαν καταφέρει να ανακάμψουν πλήρως από την ύφεση του 2008, καθώς η κατά κεφαλήν παραγωγή τους παρέμενε χαμηλότερα από την κορυφή της προ κρίσης περιόδου.
Όλοι συμφωνούν σήμερα στο ότι απαιτούνται γενναία μέτρα, αλλά τι τύπου γενναία μέτρα; Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η εισαγωγή νέων προσωρινών δημοσιονομικών μέτρων τόνωσης της οικονομίας μεγάλου ύψους θα δώσει ώθηση στη μηχανή της οικονομίας προκειμένου να επιτευχθεί βιώσιμη ανάπτυξη.
Η μεγάλη αύξηση του δημόσιου χρέους προσθέτει περαιτέρω βαρίδια καθώς συνεπάγεται απαιτήσεις για υψηλότερα φορολογικά έσοδα στο μέλλον οι οποίες θα επιβαρύνουν έναν ιδιωτικό τομέα ήδη φορτωμένο με δυσθεώρητο χρέος. Είναι αλήθεια ότι σύμφωνα με την κλασική ανάλυση της παγίδας ρευστότητας μηδενικών επιτοκίων, η ιδανική πολιτική θα ήταν η προσωρινή αύξηση των κρατικών δαπανών με στόχο την άνοδο της ζήτησης. Αλλά το σύνηθες μοντέλο αγνοεί πλήρως το σημερινό βάρος του δημόσιου χρέους.
Η πιο άμεση θεραπεία, βέβαια, θα ήταν να βρούμε γρήγορες προσεγγίσεις προκειμένου να καθαρίσουμε τους ισολογισμούς από τα μεγάλα βάρη, με παράλληλη περιφρούρηση της ακεραιότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Στην περίπτωση της Ευρώπης αυτό θα απαιτούσε μεγάλες διαγραφές χρέους για τα μικρά κράτη της ευρωπαϊκής περιφέρειας, σε συνδυασμό με την παροχή εγγυήσεων για το υπόλοιπο μέρος του χρέους τους από τη γερμανική κυβέρνηση. Σε αντάλλαγμα γι’ αυτό θα μπορούσε να αναγνωριστεί στη Γερμανία το μερίδιο του λέοντος της δημοσιονομικής ισχύος σε μια πιο ολοκληρωμένη Ευρωπαϊκή Ένωση, τουλάχιστον για όσο καιρό πραγματοποιεί ουσιαστικές μεταβιβάσεις πόρων προς την ευρωπαϊκή περιφέρεια. Στην περίπτωση της Αμερικής οι σχεδιαστές πολιτικής θα πρέπει να προτείνουν σχήματα για διαγραφές σε στεγαστικά δάνεια που βρίσκονται στο κόκκινο, πιθανότατα με αντάλλαγμα άλλες παραχωρήσεις, όπως για παράδειγμα την παραχώρηση στον πιστωτή μέρους από κάθε μελλοντική αύξηση της τιμής του ακινήτου.
Σε περίπτωση που όλα αυτά αποδειχτούν ανέφικτα λόγω πολιτικών εμποδίων, υπάρχει η δυνατότητα να επιτευχθεί μια μετρίων διαστάσεων απομόχλευση μέσω ενός μετριοπαθούς πληθωρισμού, ας πούμε της τάξης του 4% ως 6% για αρκετά χρόνια. Ο πληθωρισμός άνω του 2% μπορεί να φαντάζει ως … ανάθεμα για όλους εκείνους που θυμούνται ακόμη τους αντιπληθωριστικούς πολέμους της δεκαετίας του 1970 και του 1980, αλλά μια κρίση που συμβαίνει μια φορά κάθε 75 χρόνια αντιμετωπίζεται μόνο με μη συμβατικά μέτρα. Στην ιδανική περίπτωση θα έπρεπε να προχωρήσουν σε επεκτατικές πολιτικές τόσο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα όσο και η αμερικανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα, διαφορετικά θα υπάρξουν σοβαρές επιπτώσεις στις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Και βέβαια, μια προσπάθεια για μια απλή σταθεροποίηση των συναλλαγματικών ισοτιμιών δίχως συνολική νομισματική επέκταση – όπως πρότειναν οι 7 πλουσιότερες χώρες του κόσμου – δεν θα βοηθήσει σε κάτι.
Τέλος, οι νομισματικές και χρηματοπιστωτικές λύσεις θα πρέπει να αντισταθμιστούν από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που, μεταξύ των άλλων, θα αφορούν στην αποκατάσταση της βιωσιμότητας των συνταξιοδοτικών και ασφαλιστικών ταμείων.
Σε περίπτωση που οι σχεδιαστές πολιτικής καταφέρουν να κάνουν τουλάχιστον τη σωστή διάγνωση, θα έχει γίνει ένα μεγάλο βήμα στο δρόμο προς την ανάκαμψη. Μετά από πολλά μισά βήματα και λάθος βήματα, οι επιλογές των πολιτικών μπορεί να έχουν περιοριστεί πολύ, αλλά στην πραγματικότητα δεν έχουν ξεμείνει από σφαίρες. Τα σχήματα διαγραφής χρέους, ένας προσωρινά υψηλός πληθωρισμός και οι ουσιαστικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις μπορούν να περιορίσουν σημαντικά το φυσιολογικά μεγάλο χρονικό διάστημα που χρειάζεται η οικονομία μετά από μια χρηματοπιστωτική κρίση για να πάρει μπροστά και να επιστρέψει σε βιώσιμη ανάπτυξη. Σε αυτή την οριακή στιγμή οι ηγέτες δεν μπορούν πλέον να παραμένουν θεατές. Πρέπει επιτέλους να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της νέας μας μεγάλης ύφεσης.