Ο Τρισέ καλείται σε νέα ακροβατικά
Δημοσιεύτηκε: Τετ 09 Φεβ 2011, 08:40
O πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας πρέπει να βρει τρόπο να τετραγωνίσει τον κύκλο… Από τη μια μεριά υπάρχει η γερμανική οικονομία που εμφανίζει ισχυρή ανάπτυξη. Τυχόν περαιτέρω άνοδος των τιμών των εμπορευμάτων κινδυνεύει να οδηγήσει τη μεγαλύτερη οικονομία του ευρώ σε άσχημο πληθωριστικό κύκλο. Από την άλλη μεριά υπάρχουν οι υπερχρεωμένες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας που παλεύουν να τα βγάλουν πέρα. Η ΕΚΤ πρέπει να διασφαλίσει ότι θα τους παράσχει όση ρευστότητα χρειάζεται προκειμένου να διατηρήσουν ζωντανές τις τράπεζες τους αλλά και όσο χαμηλά επιτόκια απαιτείται προκειμένου να αποτραπεί η βύθιση των χωρών αυτών σε έναν φαύλο κύκλο όπου ο αποπληθωρισμός θα καθιστά ακόμα πιο δύσκολο τον περιορισμό του σημερινού υψηλού τους χρέους.
Η λύση που έχει επιλέξει η ΕΚΤ είναι η διάκριση ανάμεσα στην στάνταρ νομισματική πολιτική, που είναι ας πούμε τα επιτόκια, και τα έκτακτα μέτρα. Η στάνταρ πολιτική έχει σαν στόχο τον έλεγχο του πληθωρισμού και τα έκτακτα μέτρα έχουν στόχο να διατηρήσουν ανέπαφη την Ευρωζώνη. Αλλά είναι ενίοτε πολύ δύσκολο να χειριστείς παράλληλα τις δύο αυτές πολιτικές, επειδή τα έκτακτα μέτρα τείνουν να έχουν πληθωριστικές επιπτώσεις σε κανονικά αναπτυσσόμενες οικονομίες – όπως είναι της Γερμανίας.
Η ενίσχυση του γερμανικού πληθωρισμού άνω του πληθωρισμού στόχου της ΕΚΤ, δηλαδή άνω του 2%, θα δυσαρεστήσει πολύ το μέσο Γερμανό αποταμιευτή. Και ο μέσος Γερμανός είναι αποταμιευτής – το ποσοστό αποταμίευσης των γερμανικών νοικοκυριών είναι διπλάσιο των αμερικανικών.
Ο πληθωρισμός ήδη ενισχύεται στη Γερμανία. Στο τρίτο τρίμηνο του 2009 η Γερμανία φλέρταρε με τον αποπληθωρισμό. Τον Ιανουάριο του 2011 ο δείκτης τιμών καταναλωτή έφτασε στο 1,9%, το υψηλότερο του επίπεδο από τον Οκτώβριο του 2008. Σήμερα βρίσκεται εκεί ακριβώς που ορίζει τον πληθωρισμό στόχο της Ευρωζώνης η ΕΚΤ. Αλλά στη Γερμανία ο πληθωρισμός είναι πιθανόν να ενισχυθεί και άλλο.
Η ανάκαμψη της γερμανικής οικονομίας έχει οδηγήσει σήμερα σε πλήρη ενεργοποίηση του παραγωγικού δυναμικού. Η κάμψη που παρατηρήθηκε στην οικονομική παραγωγή κατά τη διάρκεια της ύφεσης αντιστράφηκε. Σύμφωνα με τον Τσαρλς Ντουμάς του Lombard Street Research, η Γερμανία τείνει σε υπερθέρμανση. Στο τρίτο τρίμηνο του 2010, οι νέες παραγγελίες έτρεχαν με ρυθμούς που ξεπερνούσαν το κανονικό παραγωγικό δυναμικό της, σύμφωνα με τα στοιχεία της Bundesbank. Έκτοτε οι παραγγελίες αυξάνουν όλο και περισσότερο. Αυτό τροφοδοτεί την αλυσίδα προσφοράς. Για παράδειγμα η διαφορά ανάμεσα στις ονομαστικές και τις πραγματικές τιμές για τις νέες παραγγελίες της Γερμανίας, ο βιομηχανικός πληθωρισμός, βρίσκεται στο 4.5% και είναι ο υψηλότερος τα τελευταία 20 χρόνια στη χώρα. Εν τω μεταξύ οι τιμές των εισαγωγών κατέγραψαν τις μεγαλύτερες αυξήσεις από τις αρχές της δεκαετίας του 80.
Αρχίζουν να υπάρχουν έτσι ανησυχίες για δευτερογενείς πληθωριστικές επιπτώσεις. Ένα πρόσφατο σημείωμα της Nomura παρατηρεί ότι έπειτα από 10 χρόνια στασιμότητας των πραγματικών τιμών, οι μισθοί των Γερμανών είναι πιθανόν να αυξηθούν σε πραγματικούς όρους και εφέτος και του χρόνου. Ο τελευταίος γύρος των διαπραγματεύσεων για τους μισθούς στην γερμανική βιομηχανία ενδέχεται να ενισχύσει τον πληθωρισμό και υπάρχουν τα πρώτα σημάδια για σημαντικές αυξήσεις. Την ίδια στιγμή έρευνες υποδεικνύουν ότι οι γερμανικές τράπεζες διακατέχονται από έντονες τάσεις για αύξηση των νέων χορηγήσεων. Ο βασικός περιορισμός μοιάζει να είναι στον αριθμό των νοικοκυριών και των εταιριών που θέλουν να δανειστούν.
Αν η ΕΚΤ έπρεπε να λάβει υπόψη της μόνο τους ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης της γερμανικής οικονομίας, θα είχε σίγουρα αυξήσει το βασικό της επιτόκιο πάνω από το σημερινό ιστορικό χαμηλό του 1% και όχι μόνο κατά λίγες μονάδες βάσης. Αλλά δεν έχει να αντιμετωπίσει μόνο τα ζητήματα της Γερμανίας. Έχει και τα προβλήματα των περιφερειακών οικονομιών που παλεύουν να εφαρμόσουν προγράμματα λιτότητας όντας αντιμέτωπα με διψήφια ποσοστά ανεργίας – η ισπανική ανεργία έχει ξεπεράσει το 20% - τραπεζικούς τομείς που εξαρτώνται πλήρως από τη γενναιοδωρία της ΕΚΤ και κυβερνήσεις που στην καλύτερη περίπτωση έχουν πολύ ακριβή πρόσβαση στις πιστωτικές αγορές.
Μια δραστική αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ θα καταδίκαζε τις παραπαίουσες αυτές οικονομίες σε έναν καθοδικό φαύλο κύκλο. Έτσι είναι υποχρεωμένη να κρατά τις νομισματικές συνθήκες χαλαρές όσο καιρό οι περιφερειακές κυβερνήσεις προσπαθούν να εφαρμόσουν σχέδια δημοσιονομικής σύσφιξης.
Την περασμένη βδομάδα, κατά τις καθιερωμένες ανακοινώσεις του ο πρόεδρος της ΕΚΤ υιοθέτησε πιο ουδέτερους τόνους ως προς τα θέματα του πληθωρισμού από ό,τι είχε κάνει στις ανακοινώσεις προ 3 εβδομάδων. Τότε οι αγορές είχαν αντιδράσει έντονα στις ανησυχίες Τρισέ για τις πληθωριστικές πιέσεις στην Ευρωζώνη και είχαν αρχίσει να τιμολογούν προεξοφλώντας ταχεία αύξηση των επιτοκίων. Προφανώς όμως ο κεντρικός τραπεζίτης της Ευρώπης δεν θέλησε να φοβίσει περισσότερο τις αγορές, κι αυτό μολονότι ο πληθωρισμός της Ευρωζώνης έφτασε σε υψηλό 2.4% τον Ιανουάριο και είναι πιθανόν να παραμείνει άνω από τον πληθωρισμό στόχο φέτος. Βέβαια, η πραγματικότητα είναι πως αυτοί οι αριθμοί ενέχουν διαστρεβλώσεις εξαιτίας της αύξησης των διεθνών τιμών πετρελαίου αλλά και των επιπτώσεων των προγραμμάτων λιτότητας σε ορισμένα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης. Ο πληθωρισμός της Ελλάδας, για παράδειγμα, το Δεκέμβριο έφτασε το 5.2%, κυρίως εξαιτίας της αύξησης της φορολογίας.
Αλλά η αμφιλογία του κ. Τρισέ οφείλεται πιθανότατα και στην επιθυμία του να δώσει χρόνο στους Ευρωπαίους Υπουργούς Οικονομικών προκειμένου να συμφωνήσουν σε ένα σχέδιο για την αποτροπή της κρίσης και τη διάσωση της Ευρωζώνης ως τα τέλη Μαρτίου. Η ΕΚΤ ελπίζει ότι ένα τέτοιο σχέδιο θα την απαλλάξει από μέρους του βάρους για τη σωτηρία της Ευρωζώνης.
Πιθανόν επίσης να περιμένει να δει πώς θα μπορέσει να αντιμετωπίσει τις αποφάσεις της νέας ιρλανδικής κυβέρνησης που θα προκύψει από τις εκλογές του Μαρτίου και που μπορεί να περιλαμβάνουν την μονομερή, από πλευράς Δουβλίνου, αλλαγή των όρων του ευρωπαϊκού σχεδίου διάσωσης, κλίνοντας και υπέρ της αναδιάρθρωσης του χρέους – τουλάχιστον ορισμένοι Ιρλανδοί πολιτικοί στην προεκλογική τους εκστρατεία αυτές τις μέρες αυτό υπόσχονται. Ή να δει τι θα κάνει σε περίπτωση που οι ευρωπαϊκές διακυβερνητικές διασκέψεις δεν καταφέρουν να καταλήξουν σε ένα ικανοποιητικό σχέδιο διάσωσης.
Προς το παρόν πάντως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μένει προσηλωμένη στα προβλήματα της περιφέρειας της Ευρωζώνης και συνεχίζει τη διπλή πολιτική της προκειμένου να τα στηρίξει. Το πιθανότερο είναι ότι θα περιμένει την αντιμετώπιση των πληθωριστικών πιέσεων στην Γερμανία από την ίδια τη γερμανική κυβέρνηση, ίσως μέσω της αύξησης της φορολογίας – μια κίνηση που μπορεί να έχει και το παράπλευρο όφελος της αύξησης των πόρων του γερμανικού δημοσίου για την ευρωπαϊκή διάσωση. Σε κάθε περίπτωση όμως το έργο του Τρισέ δυσκολεύει όλο και περισσότερο.
Η λύση που έχει επιλέξει η ΕΚΤ είναι η διάκριση ανάμεσα στην στάνταρ νομισματική πολιτική, που είναι ας πούμε τα επιτόκια, και τα έκτακτα μέτρα. Η στάνταρ πολιτική έχει σαν στόχο τον έλεγχο του πληθωρισμού και τα έκτακτα μέτρα έχουν στόχο να διατηρήσουν ανέπαφη την Ευρωζώνη. Αλλά είναι ενίοτε πολύ δύσκολο να χειριστείς παράλληλα τις δύο αυτές πολιτικές, επειδή τα έκτακτα μέτρα τείνουν να έχουν πληθωριστικές επιπτώσεις σε κανονικά αναπτυσσόμενες οικονομίες – όπως είναι της Γερμανίας.
Η ενίσχυση του γερμανικού πληθωρισμού άνω του πληθωρισμού στόχου της ΕΚΤ, δηλαδή άνω του 2%, θα δυσαρεστήσει πολύ το μέσο Γερμανό αποταμιευτή. Και ο μέσος Γερμανός είναι αποταμιευτής – το ποσοστό αποταμίευσης των γερμανικών νοικοκυριών είναι διπλάσιο των αμερικανικών.
Ο πληθωρισμός ήδη ενισχύεται στη Γερμανία. Στο τρίτο τρίμηνο του 2009 η Γερμανία φλέρταρε με τον αποπληθωρισμό. Τον Ιανουάριο του 2011 ο δείκτης τιμών καταναλωτή έφτασε στο 1,9%, το υψηλότερο του επίπεδο από τον Οκτώβριο του 2008. Σήμερα βρίσκεται εκεί ακριβώς που ορίζει τον πληθωρισμό στόχο της Ευρωζώνης η ΕΚΤ. Αλλά στη Γερμανία ο πληθωρισμός είναι πιθανόν να ενισχυθεί και άλλο.
Η ανάκαμψη της γερμανικής οικονομίας έχει οδηγήσει σήμερα σε πλήρη ενεργοποίηση του παραγωγικού δυναμικού. Η κάμψη που παρατηρήθηκε στην οικονομική παραγωγή κατά τη διάρκεια της ύφεσης αντιστράφηκε. Σύμφωνα με τον Τσαρλς Ντουμάς του Lombard Street Research, η Γερμανία τείνει σε υπερθέρμανση. Στο τρίτο τρίμηνο του 2010, οι νέες παραγγελίες έτρεχαν με ρυθμούς που ξεπερνούσαν το κανονικό παραγωγικό δυναμικό της, σύμφωνα με τα στοιχεία της Bundesbank. Έκτοτε οι παραγγελίες αυξάνουν όλο και περισσότερο. Αυτό τροφοδοτεί την αλυσίδα προσφοράς. Για παράδειγμα η διαφορά ανάμεσα στις ονομαστικές και τις πραγματικές τιμές για τις νέες παραγγελίες της Γερμανίας, ο βιομηχανικός πληθωρισμός, βρίσκεται στο 4.5% και είναι ο υψηλότερος τα τελευταία 20 χρόνια στη χώρα. Εν τω μεταξύ οι τιμές των εισαγωγών κατέγραψαν τις μεγαλύτερες αυξήσεις από τις αρχές της δεκαετίας του 80.
Αρχίζουν να υπάρχουν έτσι ανησυχίες για δευτερογενείς πληθωριστικές επιπτώσεις. Ένα πρόσφατο σημείωμα της Nomura παρατηρεί ότι έπειτα από 10 χρόνια στασιμότητας των πραγματικών τιμών, οι μισθοί των Γερμανών είναι πιθανόν να αυξηθούν σε πραγματικούς όρους και εφέτος και του χρόνου. Ο τελευταίος γύρος των διαπραγματεύσεων για τους μισθούς στην γερμανική βιομηχανία ενδέχεται να ενισχύσει τον πληθωρισμό και υπάρχουν τα πρώτα σημάδια για σημαντικές αυξήσεις. Την ίδια στιγμή έρευνες υποδεικνύουν ότι οι γερμανικές τράπεζες διακατέχονται από έντονες τάσεις για αύξηση των νέων χορηγήσεων. Ο βασικός περιορισμός μοιάζει να είναι στον αριθμό των νοικοκυριών και των εταιριών που θέλουν να δανειστούν.
Αν η ΕΚΤ έπρεπε να λάβει υπόψη της μόνο τους ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης της γερμανικής οικονομίας, θα είχε σίγουρα αυξήσει το βασικό της επιτόκιο πάνω από το σημερινό ιστορικό χαμηλό του 1% και όχι μόνο κατά λίγες μονάδες βάσης. Αλλά δεν έχει να αντιμετωπίσει μόνο τα ζητήματα της Γερμανίας. Έχει και τα προβλήματα των περιφερειακών οικονομιών που παλεύουν να εφαρμόσουν προγράμματα λιτότητας όντας αντιμέτωπα με διψήφια ποσοστά ανεργίας – η ισπανική ανεργία έχει ξεπεράσει το 20% - τραπεζικούς τομείς που εξαρτώνται πλήρως από τη γενναιοδωρία της ΕΚΤ και κυβερνήσεις που στην καλύτερη περίπτωση έχουν πολύ ακριβή πρόσβαση στις πιστωτικές αγορές.
Μια δραστική αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ θα καταδίκαζε τις παραπαίουσες αυτές οικονομίες σε έναν καθοδικό φαύλο κύκλο. Έτσι είναι υποχρεωμένη να κρατά τις νομισματικές συνθήκες χαλαρές όσο καιρό οι περιφερειακές κυβερνήσεις προσπαθούν να εφαρμόσουν σχέδια δημοσιονομικής σύσφιξης.
Την περασμένη βδομάδα, κατά τις καθιερωμένες ανακοινώσεις του ο πρόεδρος της ΕΚΤ υιοθέτησε πιο ουδέτερους τόνους ως προς τα θέματα του πληθωρισμού από ό,τι είχε κάνει στις ανακοινώσεις προ 3 εβδομάδων. Τότε οι αγορές είχαν αντιδράσει έντονα στις ανησυχίες Τρισέ για τις πληθωριστικές πιέσεις στην Ευρωζώνη και είχαν αρχίσει να τιμολογούν προεξοφλώντας ταχεία αύξηση των επιτοκίων. Προφανώς όμως ο κεντρικός τραπεζίτης της Ευρώπης δεν θέλησε να φοβίσει περισσότερο τις αγορές, κι αυτό μολονότι ο πληθωρισμός της Ευρωζώνης έφτασε σε υψηλό 2.4% τον Ιανουάριο και είναι πιθανόν να παραμείνει άνω από τον πληθωρισμό στόχο φέτος. Βέβαια, η πραγματικότητα είναι πως αυτοί οι αριθμοί ενέχουν διαστρεβλώσεις εξαιτίας της αύξησης των διεθνών τιμών πετρελαίου αλλά και των επιπτώσεων των προγραμμάτων λιτότητας σε ορισμένα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης. Ο πληθωρισμός της Ελλάδας, για παράδειγμα, το Δεκέμβριο έφτασε το 5.2%, κυρίως εξαιτίας της αύξησης της φορολογίας.
Αλλά η αμφιλογία του κ. Τρισέ οφείλεται πιθανότατα και στην επιθυμία του να δώσει χρόνο στους Ευρωπαίους Υπουργούς Οικονομικών προκειμένου να συμφωνήσουν σε ένα σχέδιο για την αποτροπή της κρίσης και τη διάσωση της Ευρωζώνης ως τα τέλη Μαρτίου. Η ΕΚΤ ελπίζει ότι ένα τέτοιο σχέδιο θα την απαλλάξει από μέρους του βάρους για τη σωτηρία της Ευρωζώνης.
Πιθανόν επίσης να περιμένει να δει πώς θα μπορέσει να αντιμετωπίσει τις αποφάσεις της νέας ιρλανδικής κυβέρνησης που θα προκύψει από τις εκλογές του Μαρτίου και που μπορεί να περιλαμβάνουν την μονομερή, από πλευράς Δουβλίνου, αλλαγή των όρων του ευρωπαϊκού σχεδίου διάσωσης, κλίνοντας και υπέρ της αναδιάρθρωσης του χρέους – τουλάχιστον ορισμένοι Ιρλανδοί πολιτικοί στην προεκλογική τους εκστρατεία αυτές τις μέρες αυτό υπόσχονται. Ή να δει τι θα κάνει σε περίπτωση που οι ευρωπαϊκές διακυβερνητικές διασκέψεις δεν καταφέρουν να καταλήξουν σε ένα ικανοποιητικό σχέδιο διάσωσης.
Προς το παρόν πάντως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μένει προσηλωμένη στα προβλήματα της περιφέρειας της Ευρωζώνης και συνεχίζει τη διπλή πολιτική της προκειμένου να τα στηρίξει. Το πιθανότερο είναι ότι θα περιμένει την αντιμετώπιση των πληθωριστικών πιέσεων στην Γερμανία από την ίδια τη γερμανική κυβέρνηση, ίσως μέσω της αύξησης της φορολογίας – μια κίνηση που μπορεί να έχει και το παράπλευρο όφελος της αύξησης των πόρων του γερμανικού δημοσίου για την ευρωπαϊκή διάσωση. Σε κάθε περίπτωση όμως το έργο του Τρισέ δυσκολεύει όλο και περισσότερο.