Η έκρηξη στους δρόμους του αραβικού κόσμου εγείρει κινδύνους
Δημοσιεύτηκε: Τετ 02 Φεβ 2011, 09:17
Η εξέγερση στην Τυνησία, και τώρα στην Αίγυπτο, έχει σημαντικές οικονομικές επιπτώσεις. Από τη στιγμή που τα δύο τρίτα των βεβαιωμένων παγκόσμιων πετρελαϊκών αποθεμάτων και το μισό των παγκόσμιων αποθεμάτων φυσικού αερίου βρίσκονται στην Μέση Ανατολή, οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι στην περιοχή οδηγούν σε ισχυρή άνοδο των διεθνών τιμών του πετρελαίου η οποία έχει παγκόσμιες επιπτώσεις.
Τρεις από τις πέντε προηγούμενες παγκόσμιες υφέσεις ακολούθησαν μια μείζονα γεωπολιτική αναταραχή στη Μέση Ανατολή η οποία οδήγησε σε κατακόρυφη αύξηση της τιμής του πετρελαίου. Αλλά και στις άλλες δύο παγκόσμιες υφέσεις, οι τιμές του πετρελαίου έπαιξαν σημαντικό ρόλο.
Ο πόλεμος του Γιομ Κιπούρ του 1973 οδήγησε σε δραστική αύξηση των τιμών του πετρελαίου που με τη σειρά της προκάλεσε τον παγκόσμιο στασιμοπληθωρισμό – ύφεση μαζί με πληθωρισμό – του 1974-75. Η ιρανική επανάσταση του 1979 οδήγησε σε μια ανάλογη στασιμοπληθωριστική αύξηση των τιμών του πετρελαίου η οποία προκάλεσε την ύφεση του 1980 (μια ύφεση διπλού πυθμένα για τις Ηνωμένες Πολιτείες το 1980 και το 1982). Η ιρακινή εισβολή στο Κουβέιτ τον Αύγουστο του 1990 οδήγησε σε αύξηση των τιμών του πετρελαίου εντός μιας συγκυρίας όπου η κρίση των περιφερειακών ταμιευτηρίων ήδη είχε οδηγήσει την αμερικανική οικονομία στην ύφεση. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι περισσότερες προηγμένες οικονομίες τότε εισήλθαν σε μια σύντομη ύφεση που κράτησε ως την άνοιξη του 1991 όπου και οι ΗΠΑ κέρδισαν τον πόλεμο ενάντια στο Ιράκ. Ακόμα και στην παγκόσμια ύφεση του 2001 – η οποία προκλήθηκε από το σκάσιμο της τεχνολογικής φούσκας – το πετρέλαιο είχε παίξει κάποιο ρόλο καθώς η έκρηξη της Δεύτερης Ιντιφάντα και οι ευρύτερες εντάσεις στη Μέση Ανατολή είχαν οδηγήσει σε μια μέτρια μεν, σημαντική δε αύξηση των τιμών του πετρελαίου.
Οι τιμές του πετρελαίου έπαιξαν σημαντικό ρόλο και στις πιο πρόσφατες παγκόσμιες υφέσεις. Οι ΗΠΑ εισήλθαν σε ύφεση το Δεκέμβριο του 2007, μετά το σκάσιμο της φούσκας των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων υψηλού κινδύνου. Αλλά η ύφεση αυτή έγινε παγκόσμια μόνο το φθινόπωρο του 2008. Παγκόσμια ύφεση δηλαδή δεν προκλήθηκε μόνο εξαιτίας των ζημιών των αντισυμβαλλομένων κατά την κατάρρευση των Lehman Brothers. Από το καλοκαίρι του 2008 οι τιμές του πετρελαίου είχαν διπλασιαστεί μέσα σε 12 μήνες φτάνοντας στην κορύφωσή τους τα 148 δολάρια το βαρέλι. Οι τιμές αυτές είχαν έντονη αρνητική επιρροή στο εμπόριο και αποτέλεσαν πλήγμα για το πραγματικό εισόδημα όχι μόνο στις ΗΠΑ, στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης και την Ιαπωνία, αλλά και στην Κίνα και στις άλλες αναδυόμενες χώρες που είναι καθαροί εισαγωγείς πετρελαίου ή ενέργειας. Η ήδη εύθραυστη παγκόσμια οικονομία βυθίστηκε στη συνέχεια σε παγκόσμια ύφεση.
Δεν γνωρίζουμε ακόμα σε ποιο βαθμό θα απλωθεί το πολιτικό πρόβλημα στη Μέση Ανατολή ή και πέρα από αυτήν. (Θα μπορούσε μια μεγάλη πετρελαιοπαραγωγός χώρα όπως η Βενεζουέλα να πληγεί από την ίδια ‘επανάσταση των γιασεμιών’). Ούτε γνωρίζουμε αν ο κίνδυνος προβλημάτων στην προσφορά πετρελαίου μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική αύξηση στις τιμές του. Αλλά ακόμα και η περιφερειακή πολιτική αναταραχή που δεν διαταράσσει ευθέως την προσφορά πετρελαίου μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των τιμών – όπως έγινε στον πόλεμο του 2006 μεταξύ του Ισραήλ και της Χεζμπολά στο Λίβανο, όπου για ένα σύντομο χρονικό διάστημα οι τιμές είχαν εκτοξευθεί από τα 60 στα 80 δολάρια το βαρέλι.
Ενεδρεύει, ωστόσο, ο κίνδυνος η εξέγερση ενάντια στα αυταρχικά καθεστώτα της Μέσης Ανατολής να μην οδηγήσει σε σταθερές δημοκρατίες αλλά σε πιο ριζοσπαστικά και ασταθή καθεστώτα. Βέβαια, κανείς δεν τρέφει συμπάθεια για ηγεμόνες που συνδέθηκαν με τη διαφορά, τη φτώχεια, τα υψηλά ποσοστά ανεργίας και την εισοδηματική ανισότητα και ο καθένας ελπίζει ότι τα γεγονότα στην Τυνησία και την Αίγυπτο θα οδηγήσουν σε ελεύθερες εκλογές και κυβερνήσεις που θα αντιπροσωπεύουν τις ανάγκες και τις φιλοδοξίες των καταπιεσμένων λαών. Αλλά η πρόσφατη εμπειρία των ‘ελεύθερων εκλογών’ και της ‘δημοκρατίας’ στη Μέση Ανατολή υπήρξε απογοητευτική. Η ιρανική επανάσταση οδήγησε σε ένα αυταρχικό και καταπιεστικό καθεστώς υπό τον έλεγχο των φονταμενταλιστών του Ισλάμ. Οι εκλογές στη Γάζα οδήγησαν στην ενίσχυση της ριζοσπαστικής Χαμάς. Στο Λίβανο είχαμε την άνοδο της Χεζμπολά, ενός ριζοσπαστικού και καλά εξοπλισμένου κράτους εν κράτει. Και η αμερικανική εισβολή στο Ιράκ οδήγησε σε εμφύλιο πόλεμο και σε μια ασταθή ψευδο-δημοκρατία που σήμερα κινδυνεύει να περιέλθει υπό τον έλεγχο ακραίων και σιιτικών φατριών.
Αλλά υπάρχουν κι άλλοι κίνδυνοι στην περιοχή. Ο κίνδυνος μιας στρατιωτικής αντιπαράθεσης ανάμεσα στο Ισραήλ και το Ιράν σχετικά με το ζήτημα των πυρηνικών. Η ανεπίλυτη ισραηλο-παλαιστινιακή σύγκρουση. Μια Τουρκία που γεωστρατηγικά στρέφει την πλάτη στην Δύση και είναι σε διπλωματική σύγκρουση με το Ισραήλ. Ανυπότακτες σιιτικές μειονότητες στο Μπαχρέιν, τη Σαουδική Αραβία, την Υεμένη και τα άλλα σουνιτικά καθεστώτα. Σήμερα η πολιτική αναταραχή στην Τυνησία και την Αίγυπτο μοιάζει να διαχέεται στην Ιορδανία, στην Αλγερία, το Μαρόκο, την Υεμένη, το Μπαχρέιν, ακόμα και τη Σαουδική Αραβία, και η Συρία θα πάρει σειρά.
Ακόμα και πριν τα πρόσφατα πολιτικά γεγονότα στη Μέση Ανατολή, η τιμή του πετρελαίου είχε ξεπεράσει τα 90 δολάρια, οδηγούμενη όχι μόνο από τα θεμελιώδη μεγέθη της παγκόσμιας οικονομικής ανάκαμψης αλλά και από άλλους παράγοντες: την άφθονη ρευστότητα που εξαγοράζει περιουσιακά στοιχεία και εμπορεύματα στις αναδυόμενες αγορές εξαιτίας της πολιτικής των μηδενικών επιτοκίων και της ποσοτικής χαλάρωσης των ανεπτυγμένων οικονομιών, την τάση και τις τυπικές αγελαίες συμπεριφορές (όπως είχε γίνει και το 2007-2008) και την περιορισμένη και ανελαστική προσφορά νέων πετρελαϊκών αποθεμάτων. Σήμερα οι τιμές του πετρελαίου πλησιάζουν τα 100 δολάρια το βαρέλι.
Αυτή η αύξηση των διεθνών τιμών του πετρελαίου – και η ανάλογη αύξηση των τιμών άλλων εμπορευμάτων, ιδίως των τροφίμων – ενισχύει δραστικά τον πληθωρισμό στις ήδη υπεθερμασμένες αναδυόμενες οικονομίες όπου οι τιμές του πετρελαίου και των τροφίμων αντιπροσωπεύουν πάνω από τα δύο τρίτα του καλαθιού της νοικοκυράς. Ασκεί επίσης αρνητική επιρροή στο εμπόριο και το διαθέσιμο εισόδημα των προηγμένων οικονομιών που ακόμη παλεύουν να βγουν από την πρόσφατη ύφεση και η ανάπτυξη τους παραμένει αναιμική. Με δεδομένο το αντίκτυπο στις αγορές αγαθών και απασχόλησης, η αύξηση των τιμών των εμπορευμάτων μπορεί να οδηγήσει μόνο σε πρωτογενείς πληθωριστικές επιπτώσεις, δίχως δευτερογενείς επιπτώσεις στο βασικό πληθωρισμό. Αλλά αν οι τιμές του πετρελαίου αυξηθούν πολύ ακόμη, αυτές οι οικονομίες θα επιβραδυνθούν και ορισμένες μπορούν να περάσουν σε ύφεση διπλού πυθμένα. Τέλος η αύξηση των τιμών των εμπορευμάτων αυξάνει τη διάθεση των επενδυτών για αποφυγή του κινδύνου και μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης και της επιχειρηματικής εμπιστοσύνης που κι οι δυο τους είναι αρνητικές για τις χρηματοπιστωτικές αγορές και για την πραγματική οικονομία.
Μπορεί να ελπίζει κανείς ότι τα γεγονότα της Τυνησίας και της Αιγύπτου θα οδηγήσουν σε κάποια ήπια μετάβαση σε σταθερά και δημοκρατικά νέα καθεστώτα. Αλλά δεν μπορεί να αποκλειστεί κι ο κίνδυνος για πιο ασταθή και ριζοσπαστικά καθεστώτα. Μια τέτοια αναταραχή και ο κίνδυνος που συνεπάγεται για περαιτέρω δραστικές αυξήσεις των τιμών της ενέργειας αντιπροσωπεύουν ένα σοβαρό ρίσκο για την παγκόσμια οικονομία που αρχίζει να ανακάμπτει από τη χειρότερη χρηματοπιστωτική κρίση και ύφεση των τελευταίων δεκαετιών.
Τρεις από τις πέντε προηγούμενες παγκόσμιες υφέσεις ακολούθησαν μια μείζονα γεωπολιτική αναταραχή στη Μέση Ανατολή η οποία οδήγησε σε κατακόρυφη αύξηση της τιμής του πετρελαίου. Αλλά και στις άλλες δύο παγκόσμιες υφέσεις, οι τιμές του πετρελαίου έπαιξαν σημαντικό ρόλο.
Ο πόλεμος του Γιομ Κιπούρ του 1973 οδήγησε σε δραστική αύξηση των τιμών του πετρελαίου που με τη σειρά της προκάλεσε τον παγκόσμιο στασιμοπληθωρισμό – ύφεση μαζί με πληθωρισμό – του 1974-75. Η ιρανική επανάσταση του 1979 οδήγησε σε μια ανάλογη στασιμοπληθωριστική αύξηση των τιμών του πετρελαίου η οποία προκάλεσε την ύφεση του 1980 (μια ύφεση διπλού πυθμένα για τις Ηνωμένες Πολιτείες το 1980 και το 1982). Η ιρακινή εισβολή στο Κουβέιτ τον Αύγουστο του 1990 οδήγησε σε αύξηση των τιμών του πετρελαίου εντός μιας συγκυρίας όπου η κρίση των περιφερειακών ταμιευτηρίων ήδη είχε οδηγήσει την αμερικανική οικονομία στην ύφεση. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι περισσότερες προηγμένες οικονομίες τότε εισήλθαν σε μια σύντομη ύφεση που κράτησε ως την άνοιξη του 1991 όπου και οι ΗΠΑ κέρδισαν τον πόλεμο ενάντια στο Ιράκ. Ακόμα και στην παγκόσμια ύφεση του 2001 – η οποία προκλήθηκε από το σκάσιμο της τεχνολογικής φούσκας – το πετρέλαιο είχε παίξει κάποιο ρόλο καθώς η έκρηξη της Δεύτερης Ιντιφάντα και οι ευρύτερες εντάσεις στη Μέση Ανατολή είχαν οδηγήσει σε μια μέτρια μεν, σημαντική δε αύξηση των τιμών του πετρελαίου.
Οι τιμές του πετρελαίου έπαιξαν σημαντικό ρόλο και στις πιο πρόσφατες παγκόσμιες υφέσεις. Οι ΗΠΑ εισήλθαν σε ύφεση το Δεκέμβριο του 2007, μετά το σκάσιμο της φούσκας των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων υψηλού κινδύνου. Αλλά η ύφεση αυτή έγινε παγκόσμια μόνο το φθινόπωρο του 2008. Παγκόσμια ύφεση δηλαδή δεν προκλήθηκε μόνο εξαιτίας των ζημιών των αντισυμβαλλομένων κατά την κατάρρευση των Lehman Brothers. Από το καλοκαίρι του 2008 οι τιμές του πετρελαίου είχαν διπλασιαστεί μέσα σε 12 μήνες φτάνοντας στην κορύφωσή τους τα 148 δολάρια το βαρέλι. Οι τιμές αυτές είχαν έντονη αρνητική επιρροή στο εμπόριο και αποτέλεσαν πλήγμα για το πραγματικό εισόδημα όχι μόνο στις ΗΠΑ, στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης και την Ιαπωνία, αλλά και στην Κίνα και στις άλλες αναδυόμενες χώρες που είναι καθαροί εισαγωγείς πετρελαίου ή ενέργειας. Η ήδη εύθραυστη παγκόσμια οικονομία βυθίστηκε στη συνέχεια σε παγκόσμια ύφεση.
Δεν γνωρίζουμε ακόμα σε ποιο βαθμό θα απλωθεί το πολιτικό πρόβλημα στη Μέση Ανατολή ή και πέρα από αυτήν. (Θα μπορούσε μια μεγάλη πετρελαιοπαραγωγός χώρα όπως η Βενεζουέλα να πληγεί από την ίδια ‘επανάσταση των γιασεμιών’). Ούτε γνωρίζουμε αν ο κίνδυνος προβλημάτων στην προσφορά πετρελαίου μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική αύξηση στις τιμές του. Αλλά ακόμα και η περιφερειακή πολιτική αναταραχή που δεν διαταράσσει ευθέως την προσφορά πετρελαίου μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των τιμών – όπως έγινε στον πόλεμο του 2006 μεταξύ του Ισραήλ και της Χεζμπολά στο Λίβανο, όπου για ένα σύντομο χρονικό διάστημα οι τιμές είχαν εκτοξευθεί από τα 60 στα 80 δολάρια το βαρέλι.
Ενεδρεύει, ωστόσο, ο κίνδυνος η εξέγερση ενάντια στα αυταρχικά καθεστώτα της Μέσης Ανατολής να μην οδηγήσει σε σταθερές δημοκρατίες αλλά σε πιο ριζοσπαστικά και ασταθή καθεστώτα. Βέβαια, κανείς δεν τρέφει συμπάθεια για ηγεμόνες που συνδέθηκαν με τη διαφορά, τη φτώχεια, τα υψηλά ποσοστά ανεργίας και την εισοδηματική ανισότητα και ο καθένας ελπίζει ότι τα γεγονότα στην Τυνησία και την Αίγυπτο θα οδηγήσουν σε ελεύθερες εκλογές και κυβερνήσεις που θα αντιπροσωπεύουν τις ανάγκες και τις φιλοδοξίες των καταπιεσμένων λαών. Αλλά η πρόσφατη εμπειρία των ‘ελεύθερων εκλογών’ και της ‘δημοκρατίας’ στη Μέση Ανατολή υπήρξε απογοητευτική. Η ιρανική επανάσταση οδήγησε σε ένα αυταρχικό και καταπιεστικό καθεστώς υπό τον έλεγχο των φονταμενταλιστών του Ισλάμ. Οι εκλογές στη Γάζα οδήγησαν στην ενίσχυση της ριζοσπαστικής Χαμάς. Στο Λίβανο είχαμε την άνοδο της Χεζμπολά, ενός ριζοσπαστικού και καλά εξοπλισμένου κράτους εν κράτει. Και η αμερικανική εισβολή στο Ιράκ οδήγησε σε εμφύλιο πόλεμο και σε μια ασταθή ψευδο-δημοκρατία που σήμερα κινδυνεύει να περιέλθει υπό τον έλεγχο ακραίων και σιιτικών φατριών.
Αλλά υπάρχουν κι άλλοι κίνδυνοι στην περιοχή. Ο κίνδυνος μιας στρατιωτικής αντιπαράθεσης ανάμεσα στο Ισραήλ και το Ιράν σχετικά με το ζήτημα των πυρηνικών. Η ανεπίλυτη ισραηλο-παλαιστινιακή σύγκρουση. Μια Τουρκία που γεωστρατηγικά στρέφει την πλάτη στην Δύση και είναι σε διπλωματική σύγκρουση με το Ισραήλ. Ανυπότακτες σιιτικές μειονότητες στο Μπαχρέιν, τη Σαουδική Αραβία, την Υεμένη και τα άλλα σουνιτικά καθεστώτα. Σήμερα η πολιτική αναταραχή στην Τυνησία και την Αίγυπτο μοιάζει να διαχέεται στην Ιορδανία, στην Αλγερία, το Μαρόκο, την Υεμένη, το Μπαχρέιν, ακόμα και τη Σαουδική Αραβία, και η Συρία θα πάρει σειρά.
Ακόμα και πριν τα πρόσφατα πολιτικά γεγονότα στη Μέση Ανατολή, η τιμή του πετρελαίου είχε ξεπεράσει τα 90 δολάρια, οδηγούμενη όχι μόνο από τα θεμελιώδη μεγέθη της παγκόσμιας οικονομικής ανάκαμψης αλλά και από άλλους παράγοντες: την άφθονη ρευστότητα που εξαγοράζει περιουσιακά στοιχεία και εμπορεύματα στις αναδυόμενες αγορές εξαιτίας της πολιτικής των μηδενικών επιτοκίων και της ποσοτικής χαλάρωσης των ανεπτυγμένων οικονομιών, την τάση και τις τυπικές αγελαίες συμπεριφορές (όπως είχε γίνει και το 2007-2008) και την περιορισμένη και ανελαστική προσφορά νέων πετρελαϊκών αποθεμάτων. Σήμερα οι τιμές του πετρελαίου πλησιάζουν τα 100 δολάρια το βαρέλι.
Αυτή η αύξηση των διεθνών τιμών του πετρελαίου – και η ανάλογη αύξηση των τιμών άλλων εμπορευμάτων, ιδίως των τροφίμων – ενισχύει δραστικά τον πληθωρισμό στις ήδη υπεθερμασμένες αναδυόμενες οικονομίες όπου οι τιμές του πετρελαίου και των τροφίμων αντιπροσωπεύουν πάνω από τα δύο τρίτα του καλαθιού της νοικοκυράς. Ασκεί επίσης αρνητική επιρροή στο εμπόριο και το διαθέσιμο εισόδημα των προηγμένων οικονομιών που ακόμη παλεύουν να βγουν από την πρόσφατη ύφεση και η ανάπτυξη τους παραμένει αναιμική. Με δεδομένο το αντίκτυπο στις αγορές αγαθών και απασχόλησης, η αύξηση των τιμών των εμπορευμάτων μπορεί να οδηγήσει μόνο σε πρωτογενείς πληθωριστικές επιπτώσεις, δίχως δευτερογενείς επιπτώσεις στο βασικό πληθωρισμό. Αλλά αν οι τιμές του πετρελαίου αυξηθούν πολύ ακόμη, αυτές οι οικονομίες θα επιβραδυνθούν και ορισμένες μπορούν να περάσουν σε ύφεση διπλού πυθμένα. Τέλος η αύξηση των τιμών των εμπορευμάτων αυξάνει τη διάθεση των επενδυτών για αποφυγή του κινδύνου και μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης και της επιχειρηματικής εμπιστοσύνης που κι οι δυο τους είναι αρνητικές για τις χρηματοπιστωτικές αγορές και για την πραγματική οικονομία.
Μπορεί να ελπίζει κανείς ότι τα γεγονότα της Τυνησίας και της Αιγύπτου θα οδηγήσουν σε κάποια ήπια μετάβαση σε σταθερά και δημοκρατικά νέα καθεστώτα. Αλλά δεν μπορεί να αποκλειστεί κι ο κίνδυνος για πιο ασταθή και ριζοσπαστικά καθεστώτα. Μια τέτοια αναταραχή και ο κίνδυνος που συνεπάγεται για περαιτέρω δραστικές αυξήσεις των τιμών της ενέργειας αντιπροσωπεύουν ένα σοβαρό ρίσκο για την παγκόσμια οικονομία που αρχίζει να ανακάμπτει από τη χειρότερη χρηματοπιστωτική κρίση και ύφεση των τελευταίων δεκαετιών.