"Αντέχει" στην κρίση η ελληνική βιομηχανία τροφίμων
Δημοσιεύτηκε: Τρί 31 Μάιος 2011, 09:03
Σημαντικές προσπάθειες μείωσης και συγκράτησης των τιμών, παρά τις συνεχείς αυξήσεις του ΦΠΑ και τις υψηλές πληθωριστικές τάσεις, καταβάλλουν οι επιχειρήσεις του κλάδου ειδών διατροφής, όπως υποστηρίζουν εκπρόσωποί του.
Οι πρώτες ενδείξεις αποτυπώνουν με ανάγλυφο τρόπο την κρίση, που "βιώνει" το σύνολο του λιανεμπορίου, καθώς τα περιοριστικά εισοδηματικά μέτρα δημιουργούν συνθήκες χαμηλής ζήτησης, που επηρεάζουν όλους τους βιομηχανικούς κλάδους. Ωστόσο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις εκπροσώπων της ελληνικής βιομηχανίας τροφίμων, η πτώση της κατανάλωσης στον κλάδο των τροφίμων είναι λιγότερο αισθητή, σε σύγκριση με τους υπόλοιπους.
Από την άλλη πλευρά, η ανοδική πορεία των εξαγωγών του κλάδου κάνει εμφανή το δυναμισμό αυτής της συγκεκριμένης βιομηχανικής δραστηριότητας και την καθιστά ως έναν από τους πιο ανθεκτικούς και ανταγωνιστικούς κλάδους της ελληνικής επιχειρηματικότητας.
Άνοδος των εξαγωγών
Η ελληνική βιομηχανία τροφίμων, με έντονη επενδυτική δραστηριότητα στα Βαλκάνια, αλλά και όλη την Ευρώπη, καλύπτει το 15% των εξαγομένων ελληνικών προϊόντων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων (ΣΕΒΤ), το πρώτο τρίμηνο του 2011, η αξία των ελληνικών εξαγωγών στα τρόφιμα γενικά ανήλθε σε 1,7 δισ. ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση της τάξεως του 25%, σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2010. Πρώτος σε εξαγωγές είναι ο κλάδος των φρούτων, λαχανικών, επεξεργασμένων και τυποποιημένων προϊόντων, με εξαγωγές που ανέρχονται στα 616 εκατ. ευρώ. Ακολουθούν τα λάδια και λίπη με 300 εκατ. ευρώ, ενώ τρίτος σε εξαγωγική δραστηριότητα είναι ο κλάδος των γαλακτοκομικών, με αξία εξαγωγών που αγγίζει τα 280 εκατ. ευρώ.
"Οι επιχειρήσεις του κλάδου ειδών διατροφής ήταν ανέκαθεν εξωστρεφείς", δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Νίκος Καραγεωργίου, πρόεδρος του Ελληνικού Συνδέσμου Βιομηχανιών Επωνύμων Προϊόντων (ΕΣΒΕΠ), αναφέροντας ότι υπάρχουν επιχειρήσεις, οι εξαγωγές των οποίων κυμαίνονται από 45 έως 80% του συνολικού τζίρου τους. Ο μέσος όρος εξαγωγών του κλάδου βρίσκεται στο 19% περίπου του συνολικού του κύκλου εργασιών και για το 2010, πλησίασε τα 3,1 δισ. ευρώ, συμπεριλαμβανομένων των ποτών.
"Παρά την κρίση, που εκδηλώθηκε το 2008, οι εξαγωγές του κλάδου ειδών διατροφής εμφάνισαν, κατά τον Ιανουάριο - Φεβρουάριο του 2011, αύξηση κατά 17,5% (αγροτικά προϊόντα), σε σύγκριση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο", επισημαίνει ο κ. Καραγεωργίου, προσθέτοντας ότι το ενδεκάμηνο του 2010, οι εξαγωγές σε τρόφιμα και ποτά συμμετείχαν κατά 21,6% στο σύνολο των ελληνικών εξαγωγών, ενώ η αξία τους ανήλθε στα 3.096,4 εκατ. ευρώ, καταγράφοντας άνοδο κατά 4,6%, σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2009.
Σήμερα, ο κλάδος καλύπτει το 24% του κύκλου εργασιών στην αγορά και απασχολεί άμεσα ή έμμεσα 360.000 εργαζόμενους, αριθμός που αντιστοιχεί σχεδόν στο 26% του εργατικού δυναμικού στη βιομηχανία. "Τα συγκεκριμένα ποσοστά είναι αποτέλεσμα σκληρής και συντονισμένης δουλειάς ετών, που γίνεται, με στόχο τη συνεχή ανάπτυξη και τη θωράκιση του κλάδου των τροφίμων στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον", δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Βασίλης Ζαφείρης, Εντεταλμένος Σύμβουλος του ΣΕΒΤ.
Όσον αφορά τις πωλήσεις του κλάδου, αυτές πλησιάζουν τα 15 δισ. ευρώ, ετησίως, ενώ ο ρυθμός ανάπτυξης, στο χρονικό διάστημα 2000 μέχρι το 2009, κινήθηκε κατά μέσο όρο στο επίπεδο του 3%, το χρόνο.
Προσαρμογή τιμών στα νέα δεδομένα
Σκληρή μάχη, προκειμένου να κρατήσουν τους καταναλωτές, δίνουν ολοένα και περισσότερες επιχειρήσεις του κλάδου, οι οποίες με δυνατό "αντίπαλο" την κρίση, προχωρούν σε αναθεώρηση της τιμολογιακής πολίτικής τους.
Βέβαια, αυτό που μαρτυρούν εκπρόσωποι του κλάδου είναι ότι και από την πλευρά τους, οι καταναλωτές εμφανίζονται συγκρατημένοι και σχολαστικοί στις αγορές τους, κάτι το οποίο αποτελεί μία γενικότερη διεθνούς εμβέλειας τάση. Είναι σαφές, λοιπόν, ότι η προσπάθεια των οικονομικών φορέων και κυρίως, στον κλάδο των ειδών διατροφής, προσανατολίζεται προς την προστασία της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτικού κοινού, καθώς έτσι μπορεί να ενισχύεται ή να συντηρείται σε κατάσταση ισορροπίας η παραγωγική δραστηριότητα.
Όπως υπογραμμίζει ο κ. Ζαφείρης, οι πρόσφατοι δείκτες δείχνουν ότι η ελληνική βιομηχανία τροφίμων καταφέρνει να αντιμετωπίζει σθεναρά το θέμα της ακρίβειας, τονίζοντας ότι τα τρόφιμα, από το Νοέμβριο του 2009, παρουσιάζουν πτωτική συμβολή στην κίνηση των τιμών. Ενδεικτικά, σημειώνει ότι, την περίοδο 2009 - 2010, ενώ ο μέσος πληθωρισμός έφτασε το 4,8%, το ποσοστό αυτό δεν ξεπέρασε το 0,6% στα είδη διατροφής.
Ο κ. Καραγεωργίου επισημαίνει ότι ο κλάδος ειδών διατροφής κάνει και θα συνεχίσει να κάνει σοβαρές προσπάθειες μείωσης ή συγκράτησης των τιμών, με θετικώς ορατά αποτελέσματα, ενώ συμπληρώνει ότι η βιομηχανία ειδών διατροφής, πέραν από την κρίση στο εσωτερικό, έχει να αντιμετωπίσει και σοβαρές διεθνείς καταναλωτικές ανακατατάξεις. "Η εξέλιξη αυτή υπαγορεύει νέες στρατηγικές συμπεριφορές, που είναι απαραίτητες για κάθε καίρια λειτουργία management, ώστε να βελτιωθεί η βραχυπρόθεσμη απόδοσή του", εκτιμά ο ίδιος.
Προβάδισμα των επώνυμων προϊόντων
Σε μία αγορά, η οποία χαρακτηρίζεται από ποικιλία προϊόντων, είναι φυσικό ο ανταγωνισμός να είναι οξύς. Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, τα επώνυμα προϊόντα εξακολουθούν να διατηρούν την πρωτιά στην προτίμηση του καταναλωτή. Ωστόσο, δυναμική παρουσία στην αγορά έχουν και τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, ενώ τα βιολογικά δεν έχουν καθιερωθεί πλήρως στη συνείδηση των καταναλωτών.
Σύμφωνα με τον κ. Καραγεωργίου, υπάρχει μία αντιπαράθεση μεταξύ επωνύμων προϊόντων και των αντίστοιχων της ιδιωτικής ετικέτας, η οποία, όμως, σε καμία περίπτωση, δεν κλονίζει τη βαθιά εμπιστοσύνη, που έχει ο καταναλωτής, σε μία συγκεκριμένη μάρκα. Το μερίδιο αγοράς των επωνύμων προϊόντων σε σχέση με τα ιδιωτικής ετικέτας είναι 80/20, νούμερα τα οποία αποδεικνύουν, όπως αναφέρει, ότι ο καταναλωτής ξέρει να επιλέγει τα προϊόντα αυτά που του αποδίδουν τη μέγιστη αξία στη σωστή τιμή.
Όσον αφορά τα βιολογικά, τόνισε ότι πρόκειται για προϊόντα που θα διεκδικήσουν τη θέση τους στην αγορά. Όπως δηλώνει, σύμφωνα με εκτιμήσεις, η κρίση έχει επηρεάσει αρνητικά τις πωλήσεις βιολογικών προϊόντων, γεγονός που οδηγεί σε περιορισμό των καλλιεργούμενων βιολογικά εκτάσεων στην Ελλάδα.
Σχολιάζοντας το μερίδιο αγοράς, που καταλαμβάνουν οι διάφορες κατηγορίες προϊόντων, ο κ. Ζαφείρης από την πλευρά του, υπογραμμίζει ότι το μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς κατέχουν τα επώνυμα προϊόντα, ενώ την ανοδική τάση, που παρουσιάζουν τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, την αποδίδει κυρίως, στην οικονομική ύφεση, στις γενικότερες αλλαγές της συμπεριφοράς του καταναλωτικού κοινού, αλλά και στην αύξηση συνολικά των κατηγοριών προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας, που διατίθενται πλέον στα σούπερ μάρκετ.
Αναφορικά με την τρίτη κατηγορία, αυτή των βιολογικών προϊόντων, ο κ. Ζαφείρης τονίζει ότι το μερίδιό τους παραμένει σταθερό, αν και παρουσιάζονται πολλά νέα προϊόντα.
Οι πρώτες ενδείξεις αποτυπώνουν με ανάγλυφο τρόπο την κρίση, που "βιώνει" το σύνολο του λιανεμπορίου, καθώς τα περιοριστικά εισοδηματικά μέτρα δημιουργούν συνθήκες χαμηλής ζήτησης, που επηρεάζουν όλους τους βιομηχανικούς κλάδους. Ωστόσο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις εκπροσώπων της ελληνικής βιομηχανίας τροφίμων, η πτώση της κατανάλωσης στον κλάδο των τροφίμων είναι λιγότερο αισθητή, σε σύγκριση με τους υπόλοιπους.
Από την άλλη πλευρά, η ανοδική πορεία των εξαγωγών του κλάδου κάνει εμφανή το δυναμισμό αυτής της συγκεκριμένης βιομηχανικής δραστηριότητας και την καθιστά ως έναν από τους πιο ανθεκτικούς και ανταγωνιστικούς κλάδους της ελληνικής επιχειρηματικότητας.
Άνοδος των εξαγωγών
Η ελληνική βιομηχανία τροφίμων, με έντονη επενδυτική δραστηριότητα στα Βαλκάνια, αλλά και όλη την Ευρώπη, καλύπτει το 15% των εξαγομένων ελληνικών προϊόντων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων (ΣΕΒΤ), το πρώτο τρίμηνο του 2011, η αξία των ελληνικών εξαγωγών στα τρόφιμα γενικά ανήλθε σε 1,7 δισ. ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση της τάξεως του 25%, σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2010. Πρώτος σε εξαγωγές είναι ο κλάδος των φρούτων, λαχανικών, επεξεργασμένων και τυποποιημένων προϊόντων, με εξαγωγές που ανέρχονται στα 616 εκατ. ευρώ. Ακολουθούν τα λάδια και λίπη με 300 εκατ. ευρώ, ενώ τρίτος σε εξαγωγική δραστηριότητα είναι ο κλάδος των γαλακτοκομικών, με αξία εξαγωγών που αγγίζει τα 280 εκατ. ευρώ.
"Οι επιχειρήσεις του κλάδου ειδών διατροφής ήταν ανέκαθεν εξωστρεφείς", δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Νίκος Καραγεωργίου, πρόεδρος του Ελληνικού Συνδέσμου Βιομηχανιών Επωνύμων Προϊόντων (ΕΣΒΕΠ), αναφέροντας ότι υπάρχουν επιχειρήσεις, οι εξαγωγές των οποίων κυμαίνονται από 45 έως 80% του συνολικού τζίρου τους. Ο μέσος όρος εξαγωγών του κλάδου βρίσκεται στο 19% περίπου του συνολικού του κύκλου εργασιών και για το 2010, πλησίασε τα 3,1 δισ. ευρώ, συμπεριλαμβανομένων των ποτών.
"Παρά την κρίση, που εκδηλώθηκε το 2008, οι εξαγωγές του κλάδου ειδών διατροφής εμφάνισαν, κατά τον Ιανουάριο - Φεβρουάριο του 2011, αύξηση κατά 17,5% (αγροτικά προϊόντα), σε σύγκριση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο", επισημαίνει ο κ. Καραγεωργίου, προσθέτοντας ότι το ενδεκάμηνο του 2010, οι εξαγωγές σε τρόφιμα και ποτά συμμετείχαν κατά 21,6% στο σύνολο των ελληνικών εξαγωγών, ενώ η αξία τους ανήλθε στα 3.096,4 εκατ. ευρώ, καταγράφοντας άνοδο κατά 4,6%, σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2009.
Σήμερα, ο κλάδος καλύπτει το 24% του κύκλου εργασιών στην αγορά και απασχολεί άμεσα ή έμμεσα 360.000 εργαζόμενους, αριθμός που αντιστοιχεί σχεδόν στο 26% του εργατικού δυναμικού στη βιομηχανία. "Τα συγκεκριμένα ποσοστά είναι αποτέλεσμα σκληρής και συντονισμένης δουλειάς ετών, που γίνεται, με στόχο τη συνεχή ανάπτυξη και τη θωράκιση του κλάδου των τροφίμων στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον", δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Βασίλης Ζαφείρης, Εντεταλμένος Σύμβουλος του ΣΕΒΤ.
Όσον αφορά τις πωλήσεις του κλάδου, αυτές πλησιάζουν τα 15 δισ. ευρώ, ετησίως, ενώ ο ρυθμός ανάπτυξης, στο χρονικό διάστημα 2000 μέχρι το 2009, κινήθηκε κατά μέσο όρο στο επίπεδο του 3%, το χρόνο.
Προσαρμογή τιμών στα νέα δεδομένα
Σκληρή μάχη, προκειμένου να κρατήσουν τους καταναλωτές, δίνουν ολοένα και περισσότερες επιχειρήσεις του κλάδου, οι οποίες με δυνατό "αντίπαλο" την κρίση, προχωρούν σε αναθεώρηση της τιμολογιακής πολίτικής τους.
Βέβαια, αυτό που μαρτυρούν εκπρόσωποι του κλάδου είναι ότι και από την πλευρά τους, οι καταναλωτές εμφανίζονται συγκρατημένοι και σχολαστικοί στις αγορές τους, κάτι το οποίο αποτελεί μία γενικότερη διεθνούς εμβέλειας τάση. Είναι σαφές, λοιπόν, ότι η προσπάθεια των οικονομικών φορέων και κυρίως, στον κλάδο των ειδών διατροφής, προσανατολίζεται προς την προστασία της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτικού κοινού, καθώς έτσι μπορεί να ενισχύεται ή να συντηρείται σε κατάσταση ισορροπίας η παραγωγική δραστηριότητα.
Όπως υπογραμμίζει ο κ. Ζαφείρης, οι πρόσφατοι δείκτες δείχνουν ότι η ελληνική βιομηχανία τροφίμων καταφέρνει να αντιμετωπίζει σθεναρά το θέμα της ακρίβειας, τονίζοντας ότι τα τρόφιμα, από το Νοέμβριο του 2009, παρουσιάζουν πτωτική συμβολή στην κίνηση των τιμών. Ενδεικτικά, σημειώνει ότι, την περίοδο 2009 - 2010, ενώ ο μέσος πληθωρισμός έφτασε το 4,8%, το ποσοστό αυτό δεν ξεπέρασε το 0,6% στα είδη διατροφής.
Ο κ. Καραγεωργίου επισημαίνει ότι ο κλάδος ειδών διατροφής κάνει και θα συνεχίσει να κάνει σοβαρές προσπάθειες μείωσης ή συγκράτησης των τιμών, με θετικώς ορατά αποτελέσματα, ενώ συμπληρώνει ότι η βιομηχανία ειδών διατροφής, πέραν από την κρίση στο εσωτερικό, έχει να αντιμετωπίσει και σοβαρές διεθνείς καταναλωτικές ανακατατάξεις. "Η εξέλιξη αυτή υπαγορεύει νέες στρατηγικές συμπεριφορές, που είναι απαραίτητες για κάθε καίρια λειτουργία management, ώστε να βελτιωθεί η βραχυπρόθεσμη απόδοσή του", εκτιμά ο ίδιος.
Προβάδισμα των επώνυμων προϊόντων
Σε μία αγορά, η οποία χαρακτηρίζεται από ποικιλία προϊόντων, είναι φυσικό ο ανταγωνισμός να είναι οξύς. Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, τα επώνυμα προϊόντα εξακολουθούν να διατηρούν την πρωτιά στην προτίμηση του καταναλωτή. Ωστόσο, δυναμική παρουσία στην αγορά έχουν και τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, ενώ τα βιολογικά δεν έχουν καθιερωθεί πλήρως στη συνείδηση των καταναλωτών.
Σύμφωνα με τον κ. Καραγεωργίου, υπάρχει μία αντιπαράθεση μεταξύ επωνύμων προϊόντων και των αντίστοιχων της ιδιωτικής ετικέτας, η οποία, όμως, σε καμία περίπτωση, δεν κλονίζει τη βαθιά εμπιστοσύνη, που έχει ο καταναλωτής, σε μία συγκεκριμένη μάρκα. Το μερίδιο αγοράς των επωνύμων προϊόντων σε σχέση με τα ιδιωτικής ετικέτας είναι 80/20, νούμερα τα οποία αποδεικνύουν, όπως αναφέρει, ότι ο καταναλωτής ξέρει να επιλέγει τα προϊόντα αυτά που του αποδίδουν τη μέγιστη αξία στη σωστή τιμή.
Όσον αφορά τα βιολογικά, τόνισε ότι πρόκειται για προϊόντα που θα διεκδικήσουν τη θέση τους στην αγορά. Όπως δηλώνει, σύμφωνα με εκτιμήσεις, η κρίση έχει επηρεάσει αρνητικά τις πωλήσεις βιολογικών προϊόντων, γεγονός που οδηγεί σε περιορισμό των καλλιεργούμενων βιολογικά εκτάσεων στην Ελλάδα.
Σχολιάζοντας το μερίδιο αγοράς, που καταλαμβάνουν οι διάφορες κατηγορίες προϊόντων, ο κ. Ζαφείρης από την πλευρά του, υπογραμμίζει ότι το μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς κατέχουν τα επώνυμα προϊόντα, ενώ την ανοδική τάση, που παρουσιάζουν τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, την αποδίδει κυρίως, στην οικονομική ύφεση, στις γενικότερες αλλαγές της συμπεριφοράς του καταναλωτικού κοινού, αλλά και στην αύξηση συνολικά των κατηγοριών προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας, που διατίθενται πλέον στα σούπερ μάρκετ.
Αναφορικά με την τρίτη κατηγορία, αυτή των βιολογικών προϊόντων, ο κ. Ζαφείρης τονίζει ότι το μερίδιό τους παραμένει σταθερό, αν και παρουσιάζονται πολλά νέα προϊόντα.