Βαδίζοντας ολοταχώς σε πιστωτικό κραχ!
Δημοσιεύτηκε: Τρί 03 Μάιος 2011, 07:33
Αντιμέτωπες με συνεχή «αφαίμαξη» της ρευστότητας τους, αλλά και με τη διόγκωση των επισφαλειών πέρα από κάθε πρόβλεψη, οι τράπεζες κλείνουν πλέον τις «κάνουλες» χρηματοδότησης επιχειρήσεων και νοικοκυριών με επικίνδυνα γρήγορους ρυθμούς, επαληθεύοντας τους φόβους του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για ένα πιστωτικό κραχ που θα απειλήσει την οικονομική δραστηριότητα και θα εκτροχιάσει την εφαρμογή του μνημονίου.
Τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για τις χρηματοδοτήσεις του ιδιωτικού τομέα τον Μάρτιο αποκαλύπτουν ότι τον τρίτο μήνα του χρόνου, ύστερα από μικρές διακυμάνσεις το πρώτο δίμηνο, σημειώθηκε κατακόρυφη μείωση της χορηγούμενης ρευστότητας σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά:
- Τον Ιανουάριο οι καθαρές ροές χρηματοδοτήσεων, δηλαδή αυτά που χορηγούν οι τράπεζες μείον όσα εισπράττουν, ήταν ελαφρώς αρνητικές, στα -149 εκατ. ευρώ. Τόση ήταν η ρευστότητα που απορρόφησε το τραπεζικό σύστημα από την πραγματική οικονομία. Τον Φεβρουάριο οι καθαρές ροές έγιναν πάλι ελαφρώς θετικές (123 εκατ. ευρώ), αφήνοντας το ισοζύγιο του διμήνου σε οριακά αρνητικό έδαφος (-26 εκατ. ευρώ).
- Θα έλεγε κανείς ότι το τραπεζικό σύστημα αντιμετωπίζει με σχετική επιτυχία τις πιέσεις και αποφεύγει να προκαλέσει «ασφυξία» στην πραγματική οικονομία, αλλά τα στοιχεία για τον Μάρτιο υποδεικνύουν ότι ίσως αρχίζει μια επικίνδυνη «καθίζηση»: οι αρνητικές καθαρές ροές του μήνα έφθασαν τα 722 εκατ. ευρώ, γυρίζοντας το ισοζύγιο χρηματοδοτήσεων του πρώτου τριμήνου σε -748 εκατ. ευρώ.
- Πολύ «βίαιο» ήταν το κλείσιμο της «κάνουλας» για τις επιχειρήσεις (-310 εκατ. ευρώ καθαρών ροών, ύστερα από θετικές ροές το πρώτο δίμηνο). Για τους επαγγελματίες και τις ατομικές επιχειρήσεις η αρνητική καθαρή ροή έφθασε τα -85 εκατ. ευρώ και για τους ιδιώτες (καταναλωτικά δάνεια) η γνώριμη επί μήνες μείωση των πιστώσεων έφερε την καθαρή αρνητική ροή στα -326 εκατ. ευρώ.
Η απότομη μείωση των πιστώσεων, που μετατρέπει το τραπεζικό σύστημα σε «απορροφητήρα» ρευστότητας για την πραγματική οικονομία, δεν είναι άσχετη με το απότομο κλείσιμο της στρόφιγγας προς τις τράπεζες από την ΕΚΤ, αλλά και με τη συνεχή «αιμορραγία των καταθέσεων». Μόνο μέσα στο πρώτο δίμηνο του έτους οι τράπεζες υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν περισσότερα από 7 δισ. ευρώ στην ΕΚΤ, ενώ είδαν περισσότερα από 6 δισ. ευρώ να φεύγουν από τα ταμεία τους από αναλήψεις καταθέσεων.
Το «στέγνωμα» των τραπεζών από την ΕΚΤ και τους καταθέτες συνεχίζεται, καθώς άλλα 9 δισ. ευρώ καταθέσεων έφυγαν το δεύτερο δίμηνο του έτους, ενώ από την ΕΚΤ συνεχίσθηκε η πίεση για επιστροφή των δανεικών.
Την ίδια στιγμή, οι τράπεζες περισσότερο διαχειρίζονται τις καθυστερήσεις και τις επισφάλειες στα χαρτοφυλάκιά τους, παρά ασχολούνται με νέες χορηγήσεις. Η αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους μπορεί να μην προχωρά, αλλά το ιδιωτικό χρέος αναδιαρθρώνεται με ταχείς ρυθμούς: ήδη ένα στα πέντε δάνεια είχαν περάσει σε κάποιας μορφής ρύθμισης στο τέλος του 2010, ενώ οι ρυθμίσεις εκτιμάται ότι στο τέλος του τρέχοντος έτους θα καλύψουν το ένα τρίτο των συνολικών δανείων.
Αυτή η «μάχη» με τις δυνάμεις της ύφεσης φαίνεται ότι είναι άνιση. Η πίεση της συγκυρίας «σπάει» τις ρυθμίσεις, σε ποσοστό 50% και οι τράπεζες υποχρεώνονται σε νέες ρυθμίσεις για ένα μέρος των δανείων που δεν εξυπηρετούνται ακόμη και μετά την πρώτη ρύθμιση. Στο τέλος του έτους οι επισφάλειες αναμένεται να «σκαρφαλώσουν» κοντά στο εξαιρετικά απειλητικό ποσοστό του 15%. Αν δεν «γυρίσει» η οικονομική δραστηριότητα σε θετικό έδαφος, μπορεί να φθάσουν και σε ακόμη μεγαλύτερα ποσοστά, φοβούνται τραπεζικά στελέχη.
Το τι σημαίνουν όλα αυτά για την ελληνική οικονομία έχει περιγραφεί εκτενώς από το ΔΝΤ στην τελευταία έκθεση αξιολόγησης. Το Ταμείο εξέφρασε έντονη ανησυχία για τις επιπτώσεις της κρίσης ρευστότητας του τραπεζικού συστήματος στην πραγματική οικονομία, καθώς η «ασφυξία» επιχειρήσεων και νοικοκυριών θα κρατήσει αρκετά χρόνια και στην πορεία εκτιμάται ότι οι συνολικές χορηγήσεις μπορεί να μειωθούν κατά 25% του ΑΕΠ.
Το ΔΝΤ χαρακτηρίζει για πρώτη φορά τη συρρίκνωση των πιστώσεων από τις τράπεζες στην οικονομία ως μια από τις σοβαρότερες απειλές στην ομαλή εφαρμογή του τριετούς σταθεροποιητικού προγράμματος. Κατατάσσει μια «εξαιρετικά γρήγορη διαδικασία τραπεζικής απομόχλευσης», δηλαδή μείωσης των πιστώσεων από τις τράπεζες, ανάμεσα στους τρεις σοβαρότερους κινδύνους στην εφαρμογή του προγράμματος. Οι άλλοι δύο είναι, βέβαια, ο κίνδυνος να μην μπορέσει η κυβέρνηση να εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις και να μην μπορέσει η χώρα να επιστρέψει στις αγορές, ακόμη και αν έχει εφαρμόσει χωρίς αποκλίσεις το πρόγραμμα.
Όπως σημειώνουν οι αναλυτές του ΔΝΤ μια απομόχλευση με ρυθμούς ταχύτερους από το προβλεπόμενο θα είχε σίγουρα αρνητικές μακροοικονομικές επιπτώσεις. Δηλαδή, αν μειωνόταν η ρευστότητα από τις τράπεζες με πολύ γρήγορους ρυθμούς, αυτό θα έκανε πολύ δυσκολότερη την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας και θα ασκούνταν νέες δημοσιονομικές πιέσεις, λόγω της συγκράτησης των εσόδων. Με τη σειρά τους, αυτές οι μακροοικονομικές και δημοσιονομικές πιέσεις θα επιδείνωναν την κατάσταση του τραπεζικού συστήματος, επιταχύνοντας ακόμη περισσότερο τη μείωση των πιστώσεων και ανοίγοντας ένα επικίνδυνο φαύλο κύκλο.
Οι αναλυτές του Ταμείου καταλήγουν στα ακόλουθα συμπεράσματα:
- Την επόμενη διετία θα σημειωθεί σημαντική μείωση της ζήτησης πιστώσεων, σε κλίμακα αντίστοιχη της συρρίκνωσης της οικονομικής δραστηριότητας. Η μείωση της ζήτησης δανείων ακολουθεί την μείωση του προϊόντος της οικονομίας με καθυστέρηση περίπου ενός χρόνου, δηλαδή θα συνεχισθεί και μετά την αρχική ανάκαμψη της οικονομίας. Αυτό το φαινόμενο είναι συνεπές με τα στοιχεία από διεθνή επεισόδια τραπεζικών κρίσεων, που υποδεικνύουν ότι οι πιστώσεις μειώνονται σημαντικά τα πρώτα τρία χρόνια μετά την έναρξη μιας οικονομικής κρίσης, ακόμη και μετά την έναρξη ανάκαμψης των οικονομιών.
- Η απομόχλευση των τραπεζικών ισολογισμών θα είναι μια μεσοπρόθεσμη διαδικασία. Οι καταθέσεις θα συνεχίσουν να μειώνονται μέχρι να σταθεροποιηθεί η οικονομία και οι τράπεζες θα παραμείνουν εξαρτημένες από τις έκτακτες ενισχύσεις ρευστότητας μέχρι να αποκατασταθεί η πρόσβασή τους στην αγορά. Το χρονικό πλαίσιο αυτής της διαδικασίας απομόχλευσης δεν θα έχει σημαντικές διαφορές από τα διεθνή πρότυπα: σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της McKinsey (2010), αυτά τα επεισόδια απομόχλευσης κρατούν κατά μέσο όρο 6-7 χρόνια και μειώνουν τις συνολικές πιστώσεις στην οικονομία κατά 25% του ΑΕΠ!
Σε αυτό το άκρως ανησυχητικό περιβάλλον αθροίζεται και η νέα νομισματική πολιτική της ΕΚΤ, που γίνεται ιδιαίτερα αυστηρή, στην προσπάθειά της να περιορίσει τον πληθωρισμό, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις στις ασθενείς περιφερειακές οικονομίες, αφού η Γερμανία αναπτύσσεται με γοργούς ρυθμούς και υψηλό, για τα δεδομένα της ΕΚΤ, πληθωρισμό.
Όπως εκτιμούν αναλυτές, μετά την πρώτη αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ που ήδη έφερε το βασικό της επιτόκιο στο 1,25%, θα ακολουθήσουν και άλλες, καθώς μάλιστα φέτος αλλάζουν επτά μέλη του συμβουλίου της τράπεζας και στο τέλος του χρόνου και ο πρόεδρος Ζαν Κλωντ Τρισέ δίνει τη θέση του, πιθανότατα, στον Ιταλό Μάριο Ντράγκι. Τα νέα μέλη δεν θα θελήσουν να ρισκάρουν να εκληφθούν από τις αγορές ως «χαλαροί» έναντι του πληθωρισμού και αυτό οδηγεί με βεβαιότητα σε άλλες δύο δόσεις αυξήσεων στα επιτόκια, με την πρώτη να τοποθετείται τον Ιούνιο.
Τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για τις χρηματοδοτήσεις του ιδιωτικού τομέα τον Μάρτιο αποκαλύπτουν ότι τον τρίτο μήνα του χρόνου, ύστερα από μικρές διακυμάνσεις το πρώτο δίμηνο, σημειώθηκε κατακόρυφη μείωση της χορηγούμενης ρευστότητας σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά:
- Τον Ιανουάριο οι καθαρές ροές χρηματοδοτήσεων, δηλαδή αυτά που χορηγούν οι τράπεζες μείον όσα εισπράττουν, ήταν ελαφρώς αρνητικές, στα -149 εκατ. ευρώ. Τόση ήταν η ρευστότητα που απορρόφησε το τραπεζικό σύστημα από την πραγματική οικονομία. Τον Φεβρουάριο οι καθαρές ροές έγιναν πάλι ελαφρώς θετικές (123 εκατ. ευρώ), αφήνοντας το ισοζύγιο του διμήνου σε οριακά αρνητικό έδαφος (-26 εκατ. ευρώ).
- Θα έλεγε κανείς ότι το τραπεζικό σύστημα αντιμετωπίζει με σχετική επιτυχία τις πιέσεις και αποφεύγει να προκαλέσει «ασφυξία» στην πραγματική οικονομία, αλλά τα στοιχεία για τον Μάρτιο υποδεικνύουν ότι ίσως αρχίζει μια επικίνδυνη «καθίζηση»: οι αρνητικές καθαρές ροές του μήνα έφθασαν τα 722 εκατ. ευρώ, γυρίζοντας το ισοζύγιο χρηματοδοτήσεων του πρώτου τριμήνου σε -748 εκατ. ευρώ.
- Πολύ «βίαιο» ήταν το κλείσιμο της «κάνουλας» για τις επιχειρήσεις (-310 εκατ. ευρώ καθαρών ροών, ύστερα από θετικές ροές το πρώτο δίμηνο). Για τους επαγγελματίες και τις ατομικές επιχειρήσεις η αρνητική καθαρή ροή έφθασε τα -85 εκατ. ευρώ και για τους ιδιώτες (καταναλωτικά δάνεια) η γνώριμη επί μήνες μείωση των πιστώσεων έφερε την καθαρή αρνητική ροή στα -326 εκατ. ευρώ.
Η απότομη μείωση των πιστώσεων, που μετατρέπει το τραπεζικό σύστημα σε «απορροφητήρα» ρευστότητας για την πραγματική οικονομία, δεν είναι άσχετη με το απότομο κλείσιμο της στρόφιγγας προς τις τράπεζες από την ΕΚΤ, αλλά και με τη συνεχή «αιμορραγία των καταθέσεων». Μόνο μέσα στο πρώτο δίμηνο του έτους οι τράπεζες υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν περισσότερα από 7 δισ. ευρώ στην ΕΚΤ, ενώ είδαν περισσότερα από 6 δισ. ευρώ να φεύγουν από τα ταμεία τους από αναλήψεις καταθέσεων.
Το «στέγνωμα» των τραπεζών από την ΕΚΤ και τους καταθέτες συνεχίζεται, καθώς άλλα 9 δισ. ευρώ καταθέσεων έφυγαν το δεύτερο δίμηνο του έτους, ενώ από την ΕΚΤ συνεχίσθηκε η πίεση για επιστροφή των δανεικών.
Την ίδια στιγμή, οι τράπεζες περισσότερο διαχειρίζονται τις καθυστερήσεις και τις επισφάλειες στα χαρτοφυλάκιά τους, παρά ασχολούνται με νέες χορηγήσεις. Η αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους μπορεί να μην προχωρά, αλλά το ιδιωτικό χρέος αναδιαρθρώνεται με ταχείς ρυθμούς: ήδη ένα στα πέντε δάνεια είχαν περάσει σε κάποιας μορφής ρύθμισης στο τέλος του 2010, ενώ οι ρυθμίσεις εκτιμάται ότι στο τέλος του τρέχοντος έτους θα καλύψουν το ένα τρίτο των συνολικών δανείων.
Αυτή η «μάχη» με τις δυνάμεις της ύφεσης φαίνεται ότι είναι άνιση. Η πίεση της συγκυρίας «σπάει» τις ρυθμίσεις, σε ποσοστό 50% και οι τράπεζες υποχρεώνονται σε νέες ρυθμίσεις για ένα μέρος των δανείων που δεν εξυπηρετούνται ακόμη και μετά την πρώτη ρύθμιση. Στο τέλος του έτους οι επισφάλειες αναμένεται να «σκαρφαλώσουν» κοντά στο εξαιρετικά απειλητικό ποσοστό του 15%. Αν δεν «γυρίσει» η οικονομική δραστηριότητα σε θετικό έδαφος, μπορεί να φθάσουν και σε ακόμη μεγαλύτερα ποσοστά, φοβούνται τραπεζικά στελέχη.
Το τι σημαίνουν όλα αυτά για την ελληνική οικονομία έχει περιγραφεί εκτενώς από το ΔΝΤ στην τελευταία έκθεση αξιολόγησης. Το Ταμείο εξέφρασε έντονη ανησυχία για τις επιπτώσεις της κρίσης ρευστότητας του τραπεζικού συστήματος στην πραγματική οικονομία, καθώς η «ασφυξία» επιχειρήσεων και νοικοκυριών θα κρατήσει αρκετά χρόνια και στην πορεία εκτιμάται ότι οι συνολικές χορηγήσεις μπορεί να μειωθούν κατά 25% του ΑΕΠ.
Το ΔΝΤ χαρακτηρίζει για πρώτη φορά τη συρρίκνωση των πιστώσεων από τις τράπεζες στην οικονομία ως μια από τις σοβαρότερες απειλές στην ομαλή εφαρμογή του τριετούς σταθεροποιητικού προγράμματος. Κατατάσσει μια «εξαιρετικά γρήγορη διαδικασία τραπεζικής απομόχλευσης», δηλαδή μείωσης των πιστώσεων από τις τράπεζες, ανάμεσα στους τρεις σοβαρότερους κινδύνους στην εφαρμογή του προγράμματος. Οι άλλοι δύο είναι, βέβαια, ο κίνδυνος να μην μπορέσει η κυβέρνηση να εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις και να μην μπορέσει η χώρα να επιστρέψει στις αγορές, ακόμη και αν έχει εφαρμόσει χωρίς αποκλίσεις το πρόγραμμα.
Όπως σημειώνουν οι αναλυτές του ΔΝΤ μια απομόχλευση με ρυθμούς ταχύτερους από το προβλεπόμενο θα είχε σίγουρα αρνητικές μακροοικονομικές επιπτώσεις. Δηλαδή, αν μειωνόταν η ρευστότητα από τις τράπεζες με πολύ γρήγορους ρυθμούς, αυτό θα έκανε πολύ δυσκολότερη την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας και θα ασκούνταν νέες δημοσιονομικές πιέσεις, λόγω της συγκράτησης των εσόδων. Με τη σειρά τους, αυτές οι μακροοικονομικές και δημοσιονομικές πιέσεις θα επιδείνωναν την κατάσταση του τραπεζικού συστήματος, επιταχύνοντας ακόμη περισσότερο τη μείωση των πιστώσεων και ανοίγοντας ένα επικίνδυνο φαύλο κύκλο.
Οι αναλυτές του Ταμείου καταλήγουν στα ακόλουθα συμπεράσματα:
- Την επόμενη διετία θα σημειωθεί σημαντική μείωση της ζήτησης πιστώσεων, σε κλίμακα αντίστοιχη της συρρίκνωσης της οικονομικής δραστηριότητας. Η μείωση της ζήτησης δανείων ακολουθεί την μείωση του προϊόντος της οικονομίας με καθυστέρηση περίπου ενός χρόνου, δηλαδή θα συνεχισθεί και μετά την αρχική ανάκαμψη της οικονομίας. Αυτό το φαινόμενο είναι συνεπές με τα στοιχεία από διεθνή επεισόδια τραπεζικών κρίσεων, που υποδεικνύουν ότι οι πιστώσεις μειώνονται σημαντικά τα πρώτα τρία χρόνια μετά την έναρξη μιας οικονομικής κρίσης, ακόμη και μετά την έναρξη ανάκαμψης των οικονομιών.
- Η απομόχλευση των τραπεζικών ισολογισμών θα είναι μια μεσοπρόθεσμη διαδικασία. Οι καταθέσεις θα συνεχίσουν να μειώνονται μέχρι να σταθεροποιηθεί η οικονομία και οι τράπεζες θα παραμείνουν εξαρτημένες από τις έκτακτες ενισχύσεις ρευστότητας μέχρι να αποκατασταθεί η πρόσβασή τους στην αγορά. Το χρονικό πλαίσιο αυτής της διαδικασίας απομόχλευσης δεν θα έχει σημαντικές διαφορές από τα διεθνή πρότυπα: σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της McKinsey (2010), αυτά τα επεισόδια απομόχλευσης κρατούν κατά μέσο όρο 6-7 χρόνια και μειώνουν τις συνολικές πιστώσεις στην οικονομία κατά 25% του ΑΕΠ!
Σε αυτό το άκρως ανησυχητικό περιβάλλον αθροίζεται και η νέα νομισματική πολιτική της ΕΚΤ, που γίνεται ιδιαίτερα αυστηρή, στην προσπάθειά της να περιορίσει τον πληθωρισμό, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις στις ασθενείς περιφερειακές οικονομίες, αφού η Γερμανία αναπτύσσεται με γοργούς ρυθμούς και υψηλό, για τα δεδομένα της ΕΚΤ, πληθωρισμό.
Όπως εκτιμούν αναλυτές, μετά την πρώτη αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ που ήδη έφερε το βασικό της επιτόκιο στο 1,25%, θα ακολουθήσουν και άλλες, καθώς μάλιστα φέτος αλλάζουν επτά μέλη του συμβουλίου της τράπεζας και στο τέλος του χρόνου και ο πρόεδρος Ζαν Κλωντ Τρισέ δίνει τη θέση του, πιθανότατα, στον Ιταλό Μάριο Ντράγκι. Τα νέα μέλη δεν θα θελήσουν να ρισκάρουν να εκληφθούν από τις αγορές ως «χαλαροί» έναντι του πληθωρισμού και αυτό οδηγεί με βεβαιότητα σε άλλες δύο δόσεις αυξήσεων στα επιτόκια, με την πρώτη να τοποθετείται τον Ιούνιο.