Προσφυγή στο ΣτΕ για τις αγορές άνω των 3.000 € με μετρητά
Δημοσιεύτηκε: Πέμ 28 Απρ 2011, 09:47
Αντίθετο στη Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και το Σύνταγμα, είναι το νομοθετικό πλαίσιο που υποχρεώνει τους πολίτες να συναλλάσσονται μέσω Τραπεζών με επιταγές ή πιστωτικές κάρτες, εφόσον η κάθε αγορά-πώληση ή παροχή υπηρεσιών είναι άνω των 3.000 ευρώ (και μετά το 2012 άνω των 1.500 ευρώ).
Αυτό υποστηρίζουν με προσφυγή τους στο Συμβούλιο της Επικρατείας δύο 'Ελληνες πολίτες. Ο ένας εξ αυτών είναι δικηγόρος Αθηνών και η δεύτερη κάτοικος Βρυξελλών.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το Ν. 3842/2010 και την από 9.2.2011 απόφαση του υπουργού Οικονομικών "φορολογικά στοιχεία, που εκδίδονται από επιτηδευματίες, για πώληση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών σε ιδιώτες, εξοφλούνται από τους λήπτες αυτών αποκλειστικά μέσω Τραπέζης, με χρεωστικές ή πιστωτικές κάρτες του αγοραστή των αγαθών ή λήπτη των υπηρεσιών ή μέσω τραπεζικού λογαριασμού ή με επιταγές, αποκλειόμενης της εξόφλησης των υπόψη στοιχείων με μετρητά".
Ως κατώτερο όριο συναλλαγής καθορίστηκε το ποσόν των 3.000 ευρώ για το έτος 2011 και το ποσόν των 1.500 ευρώ από 1.1.2012 και μετά. Ως αξία δε συναλλαγής νοείται το συνολικό ποσό της συναλλαγής, συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α.
Παράλληλα, οι δύο πολίτες τονίζουν ότι σύμφωνα με το νέο μέτρο θα υποχρεωθούν να γίνουν κάτοχοι πιστωτικής ή χρεωστικής κάρτας, κάτι που προϋποθέτει την αναγκαστική σύναψη τραπεζικής σύμβασης, παρά τη θέλησή τους.
Οι δύο πολίτες υπογραμμίζουν ότι το νέο μέτρο είναι αντίθετο στο συνταγματικό δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και της οικονομικής ζωής (άρθρο 5), καθώς υποχρεούνται να συνάπτουν παρά τη θέλησή τους συμβάσεις με τραπεζικά ιδρύματα, μόνο και μόνο για να εξοφλούν τις καταναλωτικές αγορές τους που είναι άνω των 1.500 ευρώ.
Ακόμη, επισημαίνουν ότι υποχρεούνται να συνεργάζονται με Τράπεζες σε μία περίοδο που εκ της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης ενέχει κινδύνους, καθώς η Τράπεζα με την οποία θα συμβληθούν μπορεί να βρεθεί σε αδυναμία ή υπερημερία πληρωμής, ενώ επισημαίνουν ότι με τα νέα νομοθετήματα δεν θα μπορούν να οπισθογραφούν ούτε συναλλαγματικές.
Όμως, παραβιάζεται και το πρώτο πρόσθετο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ, καθώς υποχρεώνονται να μεταβιβάζουν την κυριότητα των χρημάτων τους σε έναν τραπεζικό οργανισμό, αντικαθιστώντας έτσι το περιουσιακό τους δικαίωμα με ενοχικό δικαίωμα.
Ο περιορισμός αυτός έρχεται σε αντίθεση και με τη Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και αυτό γιατί τα νομοθετικά μέτρα δεν επιτρέπουν την ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως είναι τα κεφάλαια από το Βέλγιο (που διαμένει ο ένας από τους δύο που έχει προσφύγει στη Δικαιοσύνη) προς την Ελλάδα.
Επίσης, παραβιάζεται και το άρθρο 128 της εν λόγω Συνθήκης, καθώς όλες οι συναλλαγές είναι ελεύθερες εκτός εάν τα μέρη (πωλητής-αγοραστής) έχουν συμφωνήσει άλλα μέσα πληρωμής. Πολύ περισσότερο παραβιάζεται η Συνθήκη, καθώς το νέο νομοθετικό μέτρο επιβάλλει την αναγκαστική κυκλοφορία πιστωτικών μέσων για την εξόφληση συναλλαγών μεταξύ ιδιωτών.
Το μέτρο αυτό -τονίζουν οι δύο πολίτες- επιβλήθηκε για τη φορολογική παρακολούθηση και τον έλεγχο των συναλλαγών και των χρηματικών ροών των ιδιωτών. Όμως δεν φαίνεται να εξυπηρετεί κάποιο δημόσιο σκοπό ικανό να σταθμιστεί με τον περιορισμό των ατομικών δικαιωμάτων που προκαλεί και τη στιγμή μάλιστα που για κάθε συναλλαγή εκδίδεται φορολογικό στοιχείο.
Δηλαδή, από την στιγμή που έχει εκδοθεί το προβλεπόμενο από τη φορολογική νομοθεσία φορολογικό στοιχείο από τον επιτηδευματία στον ιδιώτη, το ταμειακό συμφέρον του δημοσίου έχει καλυφθεί.
Αυτό υποστηρίζουν με προσφυγή τους στο Συμβούλιο της Επικρατείας δύο 'Ελληνες πολίτες. Ο ένας εξ αυτών είναι δικηγόρος Αθηνών και η δεύτερη κάτοικος Βρυξελλών.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το Ν. 3842/2010 και την από 9.2.2011 απόφαση του υπουργού Οικονομικών "φορολογικά στοιχεία, που εκδίδονται από επιτηδευματίες, για πώληση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών σε ιδιώτες, εξοφλούνται από τους λήπτες αυτών αποκλειστικά μέσω Τραπέζης, με χρεωστικές ή πιστωτικές κάρτες του αγοραστή των αγαθών ή λήπτη των υπηρεσιών ή μέσω τραπεζικού λογαριασμού ή με επιταγές, αποκλειόμενης της εξόφλησης των υπόψη στοιχείων με μετρητά".
Ως κατώτερο όριο συναλλαγής καθορίστηκε το ποσόν των 3.000 ευρώ για το έτος 2011 και το ποσόν των 1.500 ευρώ από 1.1.2012 και μετά. Ως αξία δε συναλλαγής νοείται το συνολικό ποσό της συναλλαγής, συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α.
Παράλληλα, οι δύο πολίτες τονίζουν ότι σύμφωνα με το νέο μέτρο θα υποχρεωθούν να γίνουν κάτοχοι πιστωτικής ή χρεωστικής κάρτας, κάτι που προϋποθέτει την αναγκαστική σύναψη τραπεζικής σύμβασης, παρά τη θέλησή τους.
Οι δύο πολίτες υπογραμμίζουν ότι το νέο μέτρο είναι αντίθετο στο συνταγματικό δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και της οικονομικής ζωής (άρθρο 5), καθώς υποχρεούνται να συνάπτουν παρά τη θέλησή τους συμβάσεις με τραπεζικά ιδρύματα, μόνο και μόνο για να εξοφλούν τις καταναλωτικές αγορές τους που είναι άνω των 1.500 ευρώ.
Ακόμη, επισημαίνουν ότι υποχρεούνται να συνεργάζονται με Τράπεζες σε μία περίοδο που εκ της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης ενέχει κινδύνους, καθώς η Τράπεζα με την οποία θα συμβληθούν μπορεί να βρεθεί σε αδυναμία ή υπερημερία πληρωμής, ενώ επισημαίνουν ότι με τα νέα νομοθετήματα δεν θα μπορούν να οπισθογραφούν ούτε συναλλαγματικές.
Όμως, παραβιάζεται και το πρώτο πρόσθετο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ, καθώς υποχρεώνονται να μεταβιβάζουν την κυριότητα των χρημάτων τους σε έναν τραπεζικό οργανισμό, αντικαθιστώντας έτσι το περιουσιακό τους δικαίωμα με ενοχικό δικαίωμα.
Ο περιορισμός αυτός έρχεται σε αντίθεση και με τη Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και αυτό γιατί τα νομοθετικά μέτρα δεν επιτρέπουν την ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως είναι τα κεφάλαια από το Βέλγιο (που διαμένει ο ένας από τους δύο που έχει προσφύγει στη Δικαιοσύνη) προς την Ελλάδα.
Επίσης, παραβιάζεται και το άρθρο 128 της εν λόγω Συνθήκης, καθώς όλες οι συναλλαγές είναι ελεύθερες εκτός εάν τα μέρη (πωλητής-αγοραστής) έχουν συμφωνήσει άλλα μέσα πληρωμής. Πολύ περισσότερο παραβιάζεται η Συνθήκη, καθώς το νέο νομοθετικό μέτρο επιβάλλει την αναγκαστική κυκλοφορία πιστωτικών μέσων για την εξόφληση συναλλαγών μεταξύ ιδιωτών.
Το μέτρο αυτό -τονίζουν οι δύο πολίτες- επιβλήθηκε για τη φορολογική παρακολούθηση και τον έλεγχο των συναλλαγών και των χρηματικών ροών των ιδιωτών. Όμως δεν φαίνεται να εξυπηρετεί κάποιο δημόσιο σκοπό ικανό να σταθμιστεί με τον περιορισμό των ατομικών δικαιωμάτων που προκαλεί και τη στιγμή μάλιστα που για κάθε συναλλαγή εκδίδεται φορολογικό στοιχείο.
Δηλαδή, από την στιγμή που έχει εκδοθεί το προβλεπόμενο από τη φορολογική νομοθεσία φορολογικό στοιχείο από τον επιτηδευματία στον ιδιώτη, το ταμειακό συμφέρον του δημοσίου έχει καλυφθεί.